PHOTOGRAPHY ΄d CINEMA CLUB OF KARDITSA
(LEFKK)



dictionary for digital photography & PC terminology 

Το λεξικό αυτό είναι μια δημιουργία του Νίκου Μαϊδώνη

προσφορά στα μέλη και στους φίλους της ΛΕΦΚΚ

 

8-bit monitor: Μόνιτορ 8bit. Ένα μόνιτορ όπου κάθε pixel αποθηκεύει 8 bit πληροφοριών και αντιπροσωπεύει ένα από μόνο 256 χρώματα. Για τη δημιουργία ψευδαίσθησης πρόσθετων χρωμάτων χρησιμοποιείται η διαδικασία πρόσμιξης (dithering).

A/D converter: Αναλογικοψηφιακός μετατροπέας. Συνήθως είναι ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα (chip), που μετατρέπει αναλογικό σήμα σε ψηφιακό. Υπάρχει στα scanner, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, κάρτες οθόνης, κλπ.

Aliasing: Το φαινόμενο με τα δόντια που παρατηρείται σε καμπύλες και ευθείες υπό γωνία λόγω διαφορών contrast σε γειτονικά pixels.

Alpha channel: Κανάλι άλφα. Ένα ειδικό 8-μπιτο κανάλι διαβαθμίσεων του γκρίζου που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση μίας επιλογής.

Analog: Αναλογικό. Σήμα συνεχώς μεταβαλλόμενο, αντίθετα με το ψηφιακό που τελικά αναλύεται σε δυαδικές τιμές.

Antialias: Εξομάλυνση. Ανάμιξη χρωμάτων pixel κατά μήκος των περιμέτρων σχημάτων με σαφή όρια, όπως το κείμενο, με σκοπό την ομαλοποίηση ανεπιθύμητων οδοντωτών ορίων.

APS: Την άνοιξη του 1996 εισάγεται στην αγορά το Advanced Photo System (APS) ή Προηγμένο Φωτογραφικό Σύστημα. Η βάση του είναι ένα νέο film το οποίο δε χρησιμοποιείται μόνο σαν οπτικό μέσο λήψης, αλλά παράλληλα αποθηκεύει σε μία μαγνητική επίστρωση στοιχεία γι' αυτόν που θα το επεξεργαστεί καθώς και πληροφορίες που επιθυμεί ο φωτογράφος να αποτυπωθούν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. Ο κώδικας DX αντικαθίσταται στο APS με τον κώδικα IX, ενώ η τεχνολογία βελτίωσης της εκτύπωσης (PQI) δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στο νέο film. Επίσης στην κασέτα του film υπάρχει μία ειδική ένδειξη που δίνει πληροφορίες: α) αν το film είναι αχρησιμοποίητο β) μερική έκθεση του film γ) πλήρης έκθεση του film δ) αν το film είναι εμφανισμένο. Το film είναι 20% μικρότερο από το κλασσικό film των 35 mm και χρησιμοποιείται με φωτογραφικές μηχανές reflex, compact και μηχανές μίας χρήσης ειδικά σχεδιασμένες για το σύστημα APS. Διατίθεται σε πόζες των 15, 25 και 40. Λόγω του μικρού μεγέθους του αρνητικού (16x30) δίνεται η δυνατότητα σχεδιασμού μηχανών μικρότερων σε όγκο. Οι περισσότερες APS μηχανές διαθέτουν σύστημα φόρτωσης Droping Loading το οποίο αποκλείει την πιθανότητα λάθους ακόμα και κατά την εμφάνιση του film αφού ξανατυλίγεται στην αρχική του κασέτα που το προστατεύει από γρατσουνιές και δακτυλικά αποτυπώματα. Το σύστημα APS δίνει τη δυνατότητα επιλογής 3 μεγεθών φωτογραφίας: High Vision 8.9x15.8 cm, Panorama 8.9x25.4 cm και Classic 8.9x12.7 cm. Ενώ το σύστημα mid-rol change δίνει τη δυνατότητα αφαίρεσης του film ανά πάσα στιγμή, χωρίς να είναι απαραίτητη η πλήρης έκθεσή του. Η βάση του film είναι από polyethylene naphtalate (PEN) που δίνει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης αντοχής. Τέλος επειδή οι διαστάσεις του film είναι μικρότερες, διαφοροποιείται η εστιακή απόσταση από τα film 24x36 mm. Η αντιστοιχία των φακών για μηχανές ΑΡS (format H) με τους φακούς για μηχανές 35 mm παρέχεται στον παρακάτω πίνακα:

APS

13

16

19

22

28

40

65

68

80

108

160

240

320

400

480

135 mm

16

20

24

28

35

50

70

85

100

135

200

300

400

500

600

ASCII: (American Standard Code for International Interchange) Αμερικανικός Πρότυπος Κώδικας Ανταλλαγής Πληροφοριών. Μία πρότυπη επεξεργάσιμη μορφή για κωδικοποίηση δεδομένων.

Background color: Χρώμα φόντου. Το χρώμα που εφαρμόζεται όταν χρησιμοποιείτε το Σβηστήρα, όταν μεγαλώνετε τον καμβά, ή όταν μετακινείτε μία επιλογή στο Φόντο μίας εικόνας.

Banding: Ψευδοσολάρισμα. Φαινόμενο που παρατηρείται, όταν προσπαθούμε να αποδώσουμε τους τόνους με λιγότερο βάθος χρώματος από 24 bits. Είναι ορατό ως σκαλοπάτια στα ντεγκραντέ η όχι συνεχής διαβάθμιση χρώματος.

Batch scan: Διαδικασία ομαδικού σκαναρίσματος χωρίς να χρειάζεται επανάληψη των ρυθμίσεων για λόγους οικονομίας χρόνου. Συνήθως ενσωματώνεται ως δυνατότητα ακριβών scanner.

Bezier curve: Καμπύλη Bezier. Ένα καμπύλο τμήμα σχεδιασμένο με την Πένα. Αποτελείται από σημεία αγκύρωσης με γραμμές κατεύθυνσης με χειρισμό των οποίων μπορείτε να αλλάξετε το σχήμα της καμπύλης.

Binary number: Δυαδικός αριθμός. Αριθμός που αποτελείται από μια ακολουθία ψηφίων 1 και 0. Κάθε επί πλέον ψηφίο (bit) διπλασιάζει τους πιθανούς συνδυασμούς. Για παράδειγμα 2 bit παράγουν τους εξής συνδυασμούς: 00, 01, 10, 11 .ενώ 3 bit παράγουν τους συνδυασμούς 000, 001, 010, 011, 100, 101, 110, 111 . Κάθε φυσικός αριθμός μπορεί να αναπαρασταθεί από τον αντίστοιχο δυαδικό. Επειδή το 1 και το 0 αντιστοιχούν στις καταστάσεις των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων (ανοιχτό – κλειστό), οι δυαδικού αριθμοί είναι κατάλληλοι για να χρησιμοποιηθούν σε εφαρμογές σε επίπεδο γλώσσας μηχανής που μιλάει κατ' ευθείαν στον υπολογιστή αποκλειστικά με δυαδικές ακολουθίες 0 και 1 .

Binary: Δυαδική. Στο Photoshop, μία μέθοδος κωδικοποίησης δεδομένων. Η δυαδική κωδικοποίηση είναι πιο συνεκτική από την κωδικοποίηση ASCII.

Bit depth: Βάθος bit. Το πλήθος των bit που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση των πληροφοριών χρώματος ενός pixel μίας οθόνης υπολογιστή.

Bit depth: Ο αριθμός των bit που αντιπροσωπεύουν την τονική και χρωματική τιμή κάθε pixel.

Bit Depth ή Color Depth: (Βάθος χρώματος).Το βάθος χρώματος αναφέρεται στον αριθμό χρωμάτων (αποχρώσεις του γκρι στην περίπτωση ασπρόμαυρης φωτογραφίας) που μπορεί να αναγνωρίσει σε ένα εικονοστοιχείο (pixel) μιας εικόνας. Τυπικά θα δούμε στα τεχνικά χαρακτηριστικά αριθμούς όπως 8 bit, 10 bit και 12 bit για κάθε χρωματικό κανάλι (Grayscale, RGB, ή και CMYK). Μερικές φορές οι αριθμοί στα τεχνικά χαρακτηριστικά είναι ο συνδυασμός των bit και του χρωματικού καναλιού δίνοντας αριθμούς των 24 bit, 30 bit και 36 bit βάση του RGB (x3) ή και 48 bit στην περίπτωση 12 bit ( ανά κανάλι στο CMYK (x4)). Είναι κοινώς γνωστό ότι για την απεικόνιση και μόνο φωτορεαλιστικής απόδοσης (16,7 εκ. χρώματα) αρκεί αρχείο των 8 bit ανά κανάλι, δηλαδή 24 bit RGB. Όμως το ψηφιακό αρχείο δεν είναι καθαρό γιατί κατά την μετατροπή αναλογικού σήματος σε ψηφιακό, τα scanner εισάγουν λίγο οπτικό θόρυβο γύρω από τις πυκνές περιοχές του film και αυτό γιατί δυσκολεύεται στο να διαβάσει το λίγο φως που καταφέρνει να περάσει από αυτές τις πυκνές περιοχές. Αυτός είναι και ο λόγος προτίμησης των 10 bit και 12 bit scanner, που μπορούν να μας εξασφαλίσουν τα έξτρα τονικά επίπεδα για την αφαίρεση του θορύβου. Γιατί κατά τη διαδικασία αποθορυβοποίησης των περιοχών αυτών καταστρέφεται κι ένας μεγάλος αριθμός τονικών επιπέδων που ανήκουν στις περιοχές αυτές. Έτσι, αν σαρώσουμε με μια συσκευή των 8 bit, η αποθορυβοποίηση θα αφαιρέσει μερικά τονικά επίπεδα, τα οποία είναι απαραίτητα για να έχουμε μια εικόνα συνεχών τόνων. Εδώ φαίνεται κι η αξία των συσκευών των 12 bit που θα έχουν πάντα περίσσευμα τονικών επιπέδων, ώστε να αναπαραχθεί όλη η τονική λεπτομέρεια. Οπότε όσο μεγαλύτερο το βάθος χρώματος, τόσο καλύτερη η αναπαραγωγή περισσότερων τόνων και χρωμάτων του scanner, και τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα.

BIT: Από των αγγλικών λέξεων BInary digiT. Η μικρότερη μονάδα πληροφορίας στον υπολογιστή. Είναι είτε 1 είτε 0 . Αντιπροσωπεύει Δε τις δύο εναλλακτικές καταστάσεις των ηλεκτρικών κυκλωμάτων (ανοιχτό – κλειστό). Τα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι γραμμένα σε διάφορες γλώσσες υψηλού επιπέδου (C++, Cobol, Visual basic, Delphi, κλπ.), που στον πυρήνα τους ανάγονται σε γλώσσα μηχανής, υπάρχουν Δε ειδικά μεταφραστικά προγράμματα compilers που αναλαμβάνουν τη μετατροπή ανάμεσα στη γλώσσα υψηλού επιπέδου και τη γλώσσα μηχανής.

Bit: Δυαδικό ψηφίο. Η μικρότερη μονάδα πληροφοριών σε έναν υπολογιστή. Οκτώ bit ισοδυναμούν με ένα byte.

Bitmap: Οι ψηφιοποιημένες εικόνες ονομάζονται και bitmaps, που ουσιαστικά είναι ψηφιδωτά από pixels. Τα pixels περιέχουν πληροφορίες σχετικά με το χρώμα.. Όλα τα pixels μαζί σχηματίζουν την ψηφιοποιημένη εικόνα.

Bitmap: Χαρτογραφικό αρχείο. Αρχείο εικόνας που περιγράφεται σημείο προς σημείο με μια συγκεκριμένη ακολουθία bits. Είναι αντίθετο από τα διανυσματικά (vector) αρχεία εικόνας, τα οποία περιγράφονται μαθηματικά.

Bitmap: Ψηφιογραφικό. Η εμφάνιση μίας εικόνας στην οθόνη του υπολογιστή μέσω γεωμετρικής χαρτογράφησης μίας στρώσης pixel σε ένα ορθογώνιο πλέγμα. Στο Photoshop, ο όρος αναφέρεται και σε μία μονοκαναλική κατάσταση που αποτελείται από λευκά και μαύρα pixel.

Blooming: Φαινόμενο παρασίτων στην ψηφιακή εικόνα που προκαλείται από διαρροή ρεύματος ανάμεσα στα στοιχεία CCD και οφείλεται σε μια μεγάλη υπερέκθεση. Αποτέλεσμα έχει την εμφάνιση κομμένων σημείων και ψευδοϊριδισμών στις περιοχές της εικόνας γύρω από ισχυρές φωτιστικές πηγές.

Burn: Κάψιμο. Σκοτείνιασμα μίας περιοχής μίας εικόνας.

Byte: Δυαδικός αριθμός 8 bit από 0 έως 255 .(28) . Χρησιμοποιείται για μέτρηση του μεγέθους των αρχείων (1 kilobyte περιέχει 1024 bytes και 1 Megabyte 1024 Kilobytes ή 1048576 bytes).

Byte: Η βασική μονάδα της μνήμης αποθήκευσης. Ένα byte ισοδυναμεί με οκτώ bit. Ένα kilobyte (Κ, Κb) ισοδυναμεί με 1024 byte. Ένα megabyte (Μ, ΜΒ) ισοδυναμεί με 1024 kilobyte. Ένα gigabyte (G, GB) ισοδυναμεί με 1024 megabytes.

Calibration χρώματος: Διαδικασία ταιριάσματος της απόδοσης των χρωμάτων ανάμεσα στις συσκευές εισόδου και εξόδου του υπολογιστή.

Calibration: διαδικασία ταιριάσματος του scanner ως προς την ειδική καρτέλα calibration που υπάρχει στο εγχειρίδιο χρήσης του.

Canvas size: Μέγεθος καμβά. Ολόκληρη η επεξεργάσιμη περιοχή μιας εικόνας.

CCD: Charge Coupled Device. Ηλεκτρονικά στοιχεία με οπτικοηλεκτρονικούς αισθητήρες. Στους scanners μια σειρά από CCD αισθητήρες παίρνει δείγματα γραμμών από προς σάρωση έγγραφο και τα μετατρέπει σε pixels μιας εικόνας.

CCD: Από τα αρχικά των λέξεων Charged Couple Device. Φωτοευαίσθητα στοιχεία που μετατρέπουν σε ηλεκτρικό φορτίο το φως. Χρησιμοποιούνται στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και τα scanner. Ακόμη βρίσκουν εφαρμογές στους αισθητήρες των autofocus reflex και στα camcorders.

CD ROM: Από τα αρχικά των λέξεων Compact Disc Read Only Memory.Περιφερειακό μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων παρόμοιο σε αρχιτεκτονική με το CD Audio που υπακούει στο πρότυπο της Κίτρινης Βίβλου (Yellow Book) όπως την τυποποίησαν αρχικά οι εταιρείες Philips και Sony. Μετά ήρθε το CD ROM Mode II για συμπιεσμένα ηχητικά και οπτικά Video στοιχεία και το CD ROM XA (εκτεταμένης αρχιτεκτονικής). Η μεγάλη χωρητικότητα του CD ROM (πάνω από 650 ΜΒ) το κάνει κατάλληλο για αποθήκευση ψηφιακών εικόνων.

Channel: Κανάλι. Ένα συστατικό της εικόνας που περιέχει τις πληροφορίες των pixel γι' αυτό το χρώμα. Μία τονική (grayscale) εικόνα έχει ένα κανάλι, μία εικόνα RGB έχει τρία κανάλια, και μία εικόνα CMYK. έχει τέσσερα κανάλια.

CIE: (Commission Internationale d' Eclarage). Διεθνής οργανισμός που μελετά και επιβάλλει χρωματικά πρότυπα και συστήματα διαχείρισης χρώματος.

Clipboard: Πρόχειρο. Μία περιοχή στη μνήμη που χρησιμοποιείται για την προσωρινή αποθήκευση μίας επιλογής. Η προσπέλαση στο Πρόχειρο γίνεται με τις εντολές Cut, Copy, και Paste.

Clipping: Περικοπή. Στο Photoshop, η αυτόματη μετακίνηση χρωμάτων μέσα στην γκάμα των εκτυπώσιμων.

Clipping: Ψαλιδισμός. Η αποκοπή ορισμένων τόνων είτε πιο ανοικτών από ένα ορισμένο επίπεδο και επάνω που γίνονται μαύροι είτε από ένα επίπεδο και κάτω που υποβιβάζονται στο μαύρο. Προκαλεί απώλεια λεπτομέρειας. Μπορεί να συμβαίνει και σε ένα μόνο channel.

CMYK: (Κυανό, Ματζέντα, Κίτρινο, και Μαύρο). Τα τέσσερα χρώματα μελάνης που χρησιμοποιούνται κατά την εκτύπωση διαχωρισμών. Το Κυανό, το Ματζέντα, και το Κίτρινο είναι τα τρία αφαιρετικά πρωτεύοντα χρώματα. Τα χρώματα CMYK προσομοιώνονται στην οθόνη του υπολογιστή με τα προσθετικά χρώματα κόκκινο, πράσινο, και μπλε. Για να διαχωρίσετε χρωματικά μία εικόνα στο Photoshop, αυτή πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση CMYK Color.

CMYK: Από τα αρχικά των λέξεων Cyan, Magenta, Yellow, Black. Τα τρία χρώματα του αφαιρετικού συστήματος (Κυανό, Ματζέντα και Κίτρινο) μαζί με το μαύρο. Η ανάμειξη των τριών θεωρητικά παρέχει το μαύρο, στην πράξη όμως χρειάζεται προσθήκη μαύρου για καλύτερο contrast. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται εκτός από τους έγχρωμους εκτυπωτές σκοτεινού θαλάμου και τα minilab στην λιθογραφική εκτύπωση και στην ψηφιακή έξοδο (εκτύπωση σε inkjet, εικονοθέτες, κλπ).

CMYK: Το σύστημα τεσσάρων χρωμάτων που χρησιμοποιείται από εκτυπωτές και αποτελείται από τα εξής χρώματα: Κυανό (Cyan), ένα είδος μοβ (Μagenda), κίτρινο (Yellow) και μαύρο (Black).

Color chanel: Κανάλι χρώματος. Οποιοδήποτε χρώμα μπορεί να δημιουργηθεί από μέρη των τριών βασικών χρωμάτων, δηλαδή από τα κανάλια χρώματος κόκκινο, πράσινο και μπλε.

Color correction: Διόρθωση χρωμάτων. Η ρύθμιση των χρωμάτων μίας εικόνας ώστε να μοιάζει με το πρωτότυπο καλλιτέχνημα ή φωτογραφία. Η διόρθωση χρωμάτων για να προετοιμαστεί η εκτύπωση διαχωρισμών γίνεται συνήθως σε κατάσταση CMYK Color.

Color depth: Βάθος χρώματος. Ο αριθμός των διαφόρων χρωματικών τόνων που μπορεί να αναγνωρίσει ο scanner μετριούνται με το βάθος χρώματος (για παράδειγμα 8 bit βάθος χρώματος αντιστοιχεί σε 256 αποχρώσεις, 24 bit βάθος χρώματος αντιστοιχεί σε 16,7 εκατομμύρια χρώματα.

Color Management Systems: Συστήματα διαχείρισης χρώματος. Εργάζονται σε συνεργασία με το λειτουργικό (στα Mac) ή με εφαρμογές για σταθερά ομοιόμορφη απόδοση χρώματος καλιμπράροντας την οθόνη σε συνάρτηση με την έξοδο (έγχρωμος printer, εικονοθέτης, ή άλλο). Τα χαρακτηριστικά χρωματικά προφίλ συναρτώνται πολύ συχνά με την πρότυπη κάρτα ITB.

Color model: Χρωματικό πρότυπο. Συχνά αποδίδεται και με τους όρους Color Space ή Color Mode, και υποδηλώνει την μέθοδο απόδοσης των επιμέρους χρωμάτων. Στο RGB (προσθετικό μοντέλο) επιπλέον προσθήκη μονάδων αυξάνει φωτεινότητα. Στο αφαιρετικό CMYK συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή όταν αυξάνουμε τη συμμετοχή των χρωστικών, το αποτέλεσμα είναι πιο σκούρο, επειδή ακριβώς μεγαλώνει η ποσότητα του μελανιού.

Color separation: Διαχωρισμός χρώματος. Ο διαχωρισμός ενός έγχρωμου γραφικού στα επιμέρους βασικά χρώματα, για παράδειγμα, RGB ή CMYK.

Color separation: Διαχωρισμός χρωμάτων. Η παραγωγή ενός διαφορετικού φύλλου φιλμ για κάθε χρώμα μελάνης που θα χρησιμοποιηθεί για την εκτύπωση μίας εικόνας. Στο διαχωρισμό χρωμάτων χρησιμοποιούνται τέσσερα φιλμ, για τα χρώματα Κυανό, Ματζέντα, Κίτρινο, και Μαύρο. Επιπλέον, δημιουργείται από ένα ξεχωριστό φιλμ για κάθε ατόφιο χρώμα.

Color table: Πίνακας χρωμάτων. Η παλέτα από 256 χρώματα μίας εικόνας σε κατάσταση Indexed Color.

Compression: Συμπίεση. Τεχνική η οποία μειώνει το χώρο που καταλαμβάνουν τα δεδομένα στο σκληρό δίσκο ή σε άλλα αποθηκευτικά μέσα. Διακρίνουμε ανάμεσα στις μη απολεστικές (non lossy) και τις απολεστικές (lossy) μεθόδους συμπίεσης. Οι πρώτες ανακτούν ολόκληρα τα πληροφοριακά περιεχόμενα μετά την αποσυμπίεση και είναι κατάλληλες για αρχεία προγραμμάτων, κείμενα, DTP, κλπ. Οι απολεστικές μέθοδοι εφαρμόζονται μόνο σε αρχεία εικόνων ή ήχων επιφέροντας μια υπαρκτή μεν αλλά όχι ενοχλητική υποβάθμιση της ποιότητας. Κλασικά παραδείγματα είναι τα .zip, .lkw, .arj για την πρώτη κατηγορία και το .jpg για την δεύτερη.

Continuoustone image: Εικόνα συνεχών τόνων. Μία εικόνα, όπως μία φωτογραφία, στην οποία υπάρχουν ομαλές μεταβολές μεταξύ διαβαθμίσεων του γκρίζου ή των χρωμάτων.

Contone: Σύντμηση του continuous tone. Εικόνα ή αρχείο συνεχούς τόνου δηλαδή φωτογραφικό και όχι λιθογραφικό ραστεροποιημένο.

CPU: Κεντρικός μικροεπεξεργαστής. Από τα αρχικά των λέξεων Central Processing Unit. Το βασικό microchip στην καρδιά του υπολογιστή. Εκτελεί πράξεις και ενσωματώνει ορισμένη τεχνητή λογική. Διακρίνουμε τους RISC (Reduced Instruction Set Computer) και CISC (Complete Instruction Set Computer) επεξεργαστές ανάλογα με το σετ εντολών που χρησιμοποιούν και το είδος της αρχιτεκτονικής τους.

Crop marks: Σημάδια ξακρίσματος. Μικρές, λεπτές γραμμές τοποθετημένες γύρω από τα όρια μίας σελίδας, που καθορίζουν πού θα κοπεί μία εικόνα στο τυπογραφείο.

Crop: Ξάκρισμα. Περικοπή τμήματος μίας εικόνας.

Dark current φαινόμενο: Παρασιτικά ηλεκτρικά φορτία που δημιουργούνται στους αισθητήρες CCD όταν δεν εκτίθεται σε φωτεινή ακτινοβολία, προκαλώντας θόρυβο υπό μορφή στιγμάτων στην εικόνα ή λάθος χρώμα σε σημείο.

DCS 2.0: (Desktop Color Separation - Επιτραπέζιος Διαχωρισμός Χρωμάτων). Μία μορφή αρχείου για την αποθήκευση μιας εικόνας CMYK για διαχωρισμό χρωμάτων, που προσφέρει επιπλέον τη δυνατότητα αποθήκευσης καναλιών ατόφιων χρωμάτων και καναλιών άλφα, καθώς και ένα προαιρετικό αρχείο χαμηλής ανάλυσης για προεπισκόπηση και εκτύπωση σε λέιζερ.

DCS: Desktop Color Separation. Φορμά ψηφιακής εικόνας που αποτελείται από 4 ξεχωριστά CMYK PostScript σε πλήρη ανάλυση μαζί με 1/5 αρχείο EPS. Χρησιμοποιείται για σύνθεση ξεχωριστών εικόνων σε αρχείο PostScript που παράγουν τα προγράμματα DTP όπως το PageMaker και το Quart X-press.

Density Range: Εύρος πυκνότητας. Η μέγιστη πυκνότητα που μπορεί να σκανάρει ένα slide scanner.Όσο μεγαλύτερη είναι τόσο καλύτερα αποτυπώνονται λεπτομέρειες στις σκιερές περιοχές των διαφανειών. Για καλύτερη ποιότητα η Dmax πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαίνει τα 24 D. Τα πιο ακριβά scanner φθάνουν ως Dmax 40. Τα scanner με φωτοπολλαπλασιαστές λόγω διαφορετικής αρχής λειτουργίας αποδίδουν και με χαμηλότερο Dmax.

Descreen: Αφαίρεση του moiré, δηλαδή των έντονων φαινομένων ψαροκόκκαλου ή άλλων ενοχλητικών pattern που παρατηρούνται στο σκανάρισμα λιθογραφικών εικόνων. Επιτυγχάνεται με μείωση του νεταρίσματος ή μερικές φορές με ολοκληρωτική “ανασύσταση” της εικόνας με ειδικούς αλγορίθμους.

Descreen: (η απάντηση στο απαίσιο moiré).Αν σαρωθεί (σκαναρισθεί) μια φωτογραφία από περιοδικό, διαφημιστικό φυλλάδιο ή ακόμα χειρότερα από εφημερίδα, τότε εμφανίζονται στην εικόνα σχέδια που μοιάζουν με ψαροκόκαλο ή πολύ χονδρό κόκκο. Τα μοτίβα αυτά είναι γνωστά σαν moiré (μουαρέ) και οφείλονται στο ότι οι εικόνες αυτές δεν είναι συνεχών τόνων όπως οι φωτογραφικές αλλά έχουν αναπαραχθεί λιθογραφικά, με κουκκίδες (raster). Εν προκειμένω η ανάλυση μετρείται σε γραμμές / ίντσα (lpi) και ονομάζεται "screen frequency". Τυπικές τιμές αυτής της ανάλυσης είναι 80 Ιpi για τις εφημερίδες, 133-150 lpi για περιοδικά και καταλόγους, και 175-200 lpi για βιβλία τέχνης και ειδικές εκδόσεις. Το moiré παρατηρείται πιο συχνά σε σάρωση φωτογραφίας σε γυαλιστερό χαρτί, ενώ στο mat αποτελεί τον κανόνα. Ένας τρόπος για να αποφευχθεί η ενοχλητική παρουσία του moiré είναι να επιλεγεί η λειτουργία descreen από τον TWAIN driver· που συνοδεύει το scanner. Οι περισσότερο επαγγελματικές εφαρμογές επιτρέπουν την ακριβή επιλογή των lpi του descreen και διευκολύνουν τον πειραματισμό για καλύτερα αποτελέσματα. Αντίθετα στις απλούστερες εφαρμογές οι οποίες απευθύνονται σε περιβάλλον γραφείου, απλά γίνεται να καθορισθεί ότι το πρωτότυπο είναι εφημερίδα, γυαλιστερή εικόνα ή κάτι άλλο. Ουσιαστικά η χρήση της λειτουργίας descreen, αυξάνει την ανάλυση με την οποία πραγματοποιείται η σάρωση και η οποία κατόπιν μειώνεται με λογισμικό. Ο χρόνος σάρωσης φυσικά αυξάνει, ενώ είναι δυνατόν να παρατηρηθεί ένα μικρό θόλωμα στην τελική εικόνα. Εμπειρικά, γίνεται να μειωθεί το moiré, τοποθετώντας κάτω από το πρωτότυπο ένα φύλλο διαφάνειας (ζελατίνας) inkjet ή περιστρέφοντας το κατά δύο τρεις μοίρες.

Dichroic Mirror: Διχροϊκός καθρέπτης. Ειδικό φίλτρο αποκοπής που ανακλά ένα συγκεκριμένο τμήμα του ορατού φάσματος και επιτρέπει τη διέλευση της υπόλοιπης ακτινοβολίας. Χρησιμοποιείται στα scanner για το διαχωρισμό της ακτινοβολίας της φωτεινής πηγής στις χρωματικές συνιστώσες του προσθετικού συστήματος RGB.

DIN: Προδιαγραφή ποιότητας σύμφωνα με το στάνταρ Deutsche Industrie Norm. Σε μονάδες DIN εκφράζεται η ισοδύναμη ευαισθησία του αισθητήρα CCD. Πρόκειται για λογαριθμική κλίμακα, δηλαδή διπλασιάζεται αν προσθέσουμε τον αριθμό 3.

Dither: Πρόσμιξη. Η ανάμιξη γειτονικών pixel για την προσομοίωση πρόσθετων χρωμάτων όταν τα διαθέσιμα χρώματα είναι περιορισμένα, όπως σε ένα μόνιτορ ή μια παλέτα των 8 bit.

Dmax: Το σημείο μέγιστης πυκνότητας (αδιαφάνειας) σε μια εικόνα (βλ. και Density Range και Dmin).

Dmin: Το σημείο ελάχιστης πυκνότητας στην εικόνα (βλ. και Density Range και Dmax).

Dodge: Κάλυψη. Αποχρωματισμός (λεύκανση) μίας περιοχής μίας εικόνας.

Dot gain: κέρδος κουκίδας. Η επίδραση του μεγέθους των κουκίδων του ράστερ προκειμένου να αντισταθμιστεί η διάχυση του μελανιού κατά την εκτύπωση. Έτσι το dot gain πρέπει να είναι μικρότερο στην τυπογραφική εκτύπωση παρά σε άλλες μεθόδους (π.χ. dye sublimation). Τέτοιες ρυθμίσεις ενσωματώνονται στα δημοφιλή προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και επιδρούν στη μετατροπή των αρχείων RGB σε CMYK.

Dot gain: Κέρδος κουκκίδας. Η ανεπιθύμητη εξάπλωση και μεγέθυνση κουκκίδων μελάνης σε χαρτί, που προκαλεί το σκοτείνιασμα των χρωμάτων και των διαβαθμίσεων του γκρίζου.

Downsample: Υποδειγματοληψία. Η μείωση της ανάλυσης μιας εικόνας με αφαίρεση pixel. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικών αλγορίθμων. Έτσι μικραίνει το μέγεθος του αρχείου και θεωρητικά επέρχεται κάποια πτώση της ποιότητας χωρίς όμως ουσιαστικό πρόβλημα.

DPI: (Dots Per Inch - Κουκκίδες ανά Ίντσα). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ανάλυσης ενός εκτυπωτή ή μιας φωτοστοιχειοθετικής μηχανής. Η μονάδα DPI μερικές φορές χρησιμοποιείται και για την περιγραφή της ανάλυσης εισόδου ενός scanner, αλλά η μονάδα PPI είναι πιο ακριβής.

Drum scanner: Σαρωτής τυμπάνου. Είδος συσκευής σάρωσης με αισθητήρες τύπου φωτοπολλαπλασιαστή στην οποία τα πρωτότυπα επικολλούνται στην εξωτερική κυλινδρική επιφάνεια ενός τυμπάνου.

Duetone: Διτονική. Μία τονική εικόνα που τυπώνεται με δύο "τσίγκους" για πρόσθετο τονικό βάθος. Μία τριτονική (tritone) εικόνα τυπώνεται με τρεις "τσίγκους" και μία τετρατονική (quadtone) με τέσσερις.

Dye sublimation: Εξάχνωση χρωμάτων. Μία διεργασία εκτύπωσης με συνεχείς τόνους, όπου ένα στερεό εκτυπωτικό μέσο μετατρέπεται σε αέριο πριν φτάσει στο χαρτί.

Dye sublimation: Μέθοδος εκτύπωσης συνεχούς τόνου (φωτογραφικής ποιότητας) με θερμική εξάχνωση χρωστικών. Θερμικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν χρωστικές από μια ταινία (ribbon) σε ειδικό χαρτί. Τυπώνει σε τρία ή τέσσερα περάσματα.

Dynamic range: Δυναμική περιοχή. Το μέγιστο της τονικότητας (το εύρος από τους ανοικτούς ως τους σκούρους τόνους) που ένα μέσο σάρωσης μπορεί να σαρώσει και αντίστοιχα ένα printer μπορεί να εκτυπώσει.

Encapsulated PostScript: Format αρχείου που οφείλεται στην Adobe. Είναι συμβατό με DTP προγράμματα και περιέχει ένα preview αρχείο χαμηλής ανάλυσης.

EPS: (Encapsulated PostScript - Ενθυλακωμένη PostScript). Μορφή αρχείου εικόνων που περιέχει κώδικα PostScript και, στην περίπτωση του Photoshop, προαιρετικά μία εικόνα PICT ή TIFF για παρουσίαση στην οθόνη. Η μορφή ΕΡ5 είναι μία μορφή που χρησιμοποιείται συχνά για τη μετακίνηση αρχείων από μία εφαρμογή σε άλλη και για φωτοστοιχειοθεσία και διαχωρισμό χρωμάτων.

Exposure latitude: Εύρος έκθεσης. Όρος δανεισμένος από τη συμβατική φωτογραφία, αφορά την ιδιότητα του φιλμ να «ανέχεται» σφάλματα υπο / υπερέκθεσης, διατηρώντας αποδεκτή απόδοση της ωφέλιμης πυκνότητας. Οι αισθητήρες CCD συγχωρούν αποκλίσεις της τάξης των 2 stop, πάνω κάτω, επειδή διαθέτουν πολύ ικανοποιητικά χαρακτηριστικά δυναμικής περιοχής.

Film recorder: Ψηφιακό εκτυπωτικό μηχάνημα που τυπώνει σε φωτογραφικό φιλμ. Χρησιμοποιεί για την εκτύπωση CRT και οπτικό σύστημα ή laser.

Flatbed scanner: Επίπεδος σαρωτής. Τα πρωτότυπα τοποθετούνται σε επίπεδη επιφάνεια. Η κεφαλή με τη φωτιστική πηγή και τον αισθητήρα CCD τοποθετούνται σε κινούμενο φορέα.

Foreground color: Χρώμα προσκηνίου. Το χρώμα που εφαρμόζεται όταν χρησιμοποιείτε ένα εργαλείο ζωγραφικής, δημιουργείτε κείμενο, ή δίνετε μια εντολή διαπλάτυνσης.

Gamma correction: Η gamma correction, είναι μια μαθηματική καμπύλη που περιέχει πληροφορίες για τη φωτεινότητα και το contrast μιας εικόνας. Μέσω του gamma correction μπορείτε επίσης να αλλάξετε το contrast και τη φωτεινότητα διαφόρων περιοχών μιας εικόνας.

Gamma: Η σχέση ανάμεσα σε στοιχεία εισόδου μιας ψηφιοποιημένης εικόνας και στοιχείων απεικόνισης σε μόνιτορ. Ουσιαστικά αναφέρεται στο contrast μιας απεικόνισης. Επειδή το ανθρώπινο μάτι παρουσιάζει μικρότερη ευαισθησία σε αυξομειώσεις φωτεινότητας σε υψηλά επίπεδα φωτισμού παρά σε χαμηλά και τα μόνιτορ αντιδρούν διαφορετικά, οι διορθώσεις του gamma ακριβώς ρυθμίζουν αυτές τις ασυμβατότητες.

Gaussian Blur: Θόλωμα, θάμπωμα, μουντζούρωμα. Φίλτρο για εξομάλυνση της εικόνας από moire.

Gigabyte: Μια μονάδα αυτού του μεγέθους αντιστοιχεί με 1.024 Megabytes ή 1.048,576 kilobytes δεδομένων.

Gradient fill: Γέμισμα ντεγκραντέ. Στο Photoshop, μία σταδιακή μετάβαση από το χρώμα προσκηνίου στο χρώμα φόντου που δημιουργείται με το εργαλείο Ντεγκραντέ.

Grayscale: Διεθνής όρος που αναφέρεται στις ασπρόμαυρες εικόνες, διακρίνοντας αυτές από τις έγχρωμες ή τις γραμμικές (line art).

Grayscale: Τονική. Μία εικόνα που περιέχει μαύρο, άσπρο, και μέχρι 256 διαβαθμίσεις του γκρίζου, αλλά όχι χρώμα. Στο Photoshop, grayscale είναι μία μονοκαναλική κατάσταση.

Grey level: Επίπεδο ή διαβάθμιση του γκρι. Η μικρότερη απόκλιση λευκού /σκούρου σε μια ασπρόμαυρη εικόνα που μπορεί να διακρίνει το ανθρώπινο μάτι. Το μέγιστο είναι 256 επίπεδα (ή σκαλοπάτια) του γκρι.

Halftone screen: Μεσοτονική οθόνη. Ένα μοτίβο από μικροσκοπικές κουκκίδες για την εκτύπωση μίας εικόνας, που προσομοιώνει συνεχείς τόνους.

Halftone: Ράστερ. Το αντίθετο του contone. Η προσομοίωση συνεχών «φωτογραφικών» τόνων στην τυπογραφική αναπαραγωγή με ράστερ, δηλ. με κουκίδες διαφορετικών σχημάτων, χρωμάτων και διάταξης στην επιφάνεια του χαρτιού.

Halo: Ένα είδος περιγράμματος που παρατηρείται στις παρυφές των σχημάτων και οφείλεται σε τεχνικές όξυνσης με unsharp mask.

Hard disk: Το πιο δημοφιλές περιφερειακό μέσο αποθήκευσης βασισμένο στην τεχνολογία Winchester. Τα δεδομένα καταχωρούνται στην μαγνητική επιφάνεια ενός (ή πολλών) γυάλινων ή αλουμινένιων πλατό και διαβάζονται από μικροσκοπικές κεφαλές, τοποθετημένες στην άκρη βραχίονα που μοιάζει πολύ με τον αντίστοιχο του pick up. Η τυχαία (και όχι σειριακή) προσπέλαση εξασφαλίζει την ταχύτητα. Οι κεφαλές δεν ακουμπούν την μαγνητική επιφάνεια αλλά λόγω ταχύτητας αιωρούνται σε στρώμα αέρος ελάχιστα πιο ψηλά.

Highkey: Το είδος της σκαναρισμένης εικόνας που έχει έμφαση στη φωτεινότητα και στερείται πολύ σκιερών σημείων.

Highlight: Φωτεινό σημείο.

Histogram: Ιστόγραμμα. Διάγραμμα που απεικονίζει τις τονικές κλίμακες ως σειρά κάθετων γραμμώσεων.

Histogram: Ιστόγραμμα. Ένα γράφημα που δείχνει την κατανομή των τιμών χρώματος και φωτεινότητας μίας εικόνας.

HSB: Δείτε Hue, Saturation, και Brightness.

Hue: Απόχρωση. Το μήκος κύματος του φωτός ενός ατόφιου χρώματος, που δίνει στο χρώμα το όνομα του - όπως κόκκινο ή μπλε, ανεξάρτητα από τον κορεσμό ή τη λαμπρότητα του.

Hue: Χροιά. Το χρώμα ενός αντικειμένου όπως το αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη όραση, με βάση τις συνιστώσες του συστήματος RGB

Imagesetter: Εικονοθέτης. Μηχάνημα που καταγράφει ψηφιακά δεδομένα (συνήθως Postscript αρχεία) σε ειδικό μονοχρωματικό φιλμ με σκοπό αυτά τα φιλμ να μεταφερθούν σε λιθογραφικούς τσίγκους. Για έγχρωμες αναπαραγωγές τυπώνονται τέσσερα ανεξάρτητα φιλμ CMYK.

Imagesetter: Φωτοστοιχειοθετική συσκευή ή εικονοθέτης. Ένας εκτυπωτής υψηλής ανάλυσης (συνήθως μεταξύ 1270 και 4000 dpi) που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση σε χαρτί ή φιλμ από αρχεία υπολογιστών.

Indexed color: Εικόνα όχι με φωτορεαλιστική παλέτα χρωμάτων αλλά με ένα κανάλι 8bit χρωματικής πληροφορίας (256 χρώματα). Μερικά προγράμματα επεμβαίνουν στην σύνθεση αυτής της περιορισμένης παλέτας χρωμάτων ώστε να περιλαμβάνει τα συγκεκριμένα χρώματα που κυριαρχούν στην εικόνα.

Indexed color: Επίλεκτα Χρώματα. Στο Photoshop, μία κατάσταση χρωμάτων όπου υπάρχει μόνο ένα κανάλι και ένας πίνακας χρωμάτων με μέχρι 256 χρώματα. Όλα τα χρώματα μίας εικόνας σε κατάσταση Indexed Color εμφανίζονται στην αντίστοιχη παλέτα Colors - σε αντίθεση με όλες τις άλλες έγχρωμες καταστάσεις.

Ink trapping: Στη λιθογραφική (δηλ. τυπογραφική) αναπαραγωγή, παρατηρούνται προβλήματα στην ενοποίηση των χροιών από τα μελάνια καθώς επικάθονται στο χαρτί με διαδοχικά περάσματα για καθένα από τα χρώματα CMYK. Έτσι η μέγιστη πυκνότητα ελαττώνεται.

Interpolation: Η αύξηση του αριθμού των pixel σε πιο ψηφιοποιημένη εικόνα μέσω software και όχι με σάρωση εξ αρχής. Έτσι η πληροφορία που προστίθεται δεν αντιστοιχεί σε πραγματικές λεπτομέρειες στην εικόνα αλλά είναι τεχνητή. Εξυπακούεται λοιπόν ότι η ποιότητα χειροτερεύει αν μεγαλώσουμε με τον τρόπο αυτό την ανάλυση. Χρησιμοποιούνται ειδικοί αλγόριθμοι ουσιαστικά για να προστεθούν pixel σε διάφορα σημεία βάσει των υπαρχουσών πληροφοριών από την οπτική σάρωση.

Interpolation: Μέθοδος στην οποία τα σημεία της εικόνας που δεν ψηφιοποιήθηκαν, συμπληρώνονται χρησιμοποιώντας διάφορες προσεγγιστικές μαθηματικές μεθόδους. Ουσιαστικά η τεχνική interpolation δεν προσφέρει καμιά βελτίωση στην ψηφιοποιημένη εικόνα.

Interpolation: Παρεμβολή. Αλλαγή του χρώματος των pixel ως αποτέλεσμα της αλλαγής των διαστάσεων ή της ανάλυσης μίας εικόνας. Η παρεμβολή μπορεί να προκαλέσει το θόλωμα μίας εικόνας κατά την εκτύπωση. Στο Photoshop μπορείτε να διαλέξετε μέθοδο παρεμβολής - από την πιο αργή και καλύτερη μέχρι την πιο γρήγορη με χαμηλότερη ποιότητα.

Invert: Αναστροφή των φωτεινών και. σκοτεινών τιμών ή χρωμάτων μίας εικόνας.

ISO ευαισθησία: Ισοδύναμη ευαισθησία του αισθητήρα CCD σύμφωνα με το πρότυπο (για φιλμ) του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης (International Standards Organization).

IT8: Τυποποιημένη κάρτα για τη ρύθμιση Scanner.

JPEG compression: Συμπίεση JPEG. (Join Ρhotographic Experts Group) Μία μέθοδος συμπίεσης αρχείων στο Photoshop, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του μεγέθους αρχείου αλλά μπορεί να προκαλέσει και υποβάθμιση της εικόνας εξαιτίας της απώλειας δεδομένων.

JPEG: Joint Photographic Experts Group. Φόρμα συμπιεσμένου φωτογραφικού αρχείου με μεταβλητό λόγο ‘απωλεστικής' συμπίεσης. Χρησιμοποιείται απ' όλα τα προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και διαθέτει συμβατότητα με πλατφόρμα Mac & PC.

Kern: Διαγραμμάτωση. Ρύθμιση της οριζόντιας απόστασης μεταξύ δύο χαρακτήρων.

Lab: Μία κατάσταση όπου τα χρώματα συσχετίζονται με το σύστημα χρωμάτων CIE. Στο Photoshop, μία εικόνα σε κατάσταση Lab Color αποτελείται από τρία κανάλια: ένα για τη φωτεινότητα (lightness), ένα για τα χρώματα από πράσινο μέχρι κόκκινο, και ένα για τα χρώματα από μπλε μέχρι κίτρινο.

Leading: Διάστιχο. Το διάστημα μεταξύ γραμμών κειμένου, μετρημένο από γραμμή βάσης σε γραμμή βάσης.

Lightness: Φωτεινότητα. Η φωτεινότητα (ή λαμπρότητα, brightness) ενός χρώματος, ανεξάρτητα από την απόχρωση και τον κορεσμό του.

Line art: Ή γραμμικό. Αρχείο με βάθος χρώματος 2bit που έχει την δυνατότητα να καταλαβαίνει μόνο ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο (όπως κάνουν τα λιθογραφικά φιλμ). Στα προγράμματα σάρωσης συνήθως συμπεριλαμβάνεται ρύθμιση για το κατώφλι διαχωρισμού ανάμεσα στους τόνους δηλ. από πιο σημείο και μετά στην κλίμακα του γκρι.

Lowkey: Το αντίθετο του Highkey. Εικόνα στην οποία επικρατούν σκοτεινοί τόνοι.

LPI: (Lines Per Inches - Γραμμές ανά Ίντσα, - μεσοτονική συχνότητα ή συχνότητα οθόνης). Η μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συχνότητας σειρών από κουκκίδες σε μία μεσοτονική οθόνη.

Luminosity: Φωτεινότητα. Η κατανομή των φωτεινών και σκοτεινών περιοχών μίας εικόνας.

LUT: Look Up Table. Ένας προκαθορισμένος αριθμός χρωμάτων που χρησιμοποιείται σε μια εικόνα.

LZW: Είδος μη απωλεστικής συμπίεσης κατά LempelZivWelch. Αποτελεί μέρος του φορμά TIFF.

Magnetoptical: Μαγνητοπτικοί δίσκοι. Φορητά αποθηκευτικά συστήματα όπου η διαμόρφωση του ίχνους της πληροφορίας πραγματοποιείται με συνδυασμό μαγνητικών και οπτικών σχεδιάσεων.

Matrix αισθητήρας: Δεν πρέπει να συγχέεται με τα matrix (πολυζωνικά ) συστήματα φωτομέτρησης στις ρεφλέξ μηχανές και τα αντίστοιχα φωτοκύτταρα. Με τον όρο matrix εδώ περιγράφουμε τους μη γραμμικούς αισθητήρες των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών. Πρόκειται για δισδιάστατες διατάξεις με διαφορετικές διαμορφώσεις είτε τυχαίας κατανομής είτε τριπλών διαδοχικών γραμμών με φίλτρα Matrix array.

Mired Micro Reciprocal Degree: Κλίμακα χρωματικής θερμοκρασίας βασισμένη στην κλίμακα Kelvin που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό φίλτρων CC χρωματικής διόρθωσης. Ο αριθμός Mired προκύπτει αν διαιρέσουμε τον σταθερό αριθμό 1.000.000 δια την χρωματική θερμοκρασία σε Kelvin. Αν αφαιρέσουμε την θερμοκρασία της φωτιστικής πηγής από την αντίστοιχη του φιλμ ή του αισθητήρα CCD της φωτογραφικής μηχανής προκύπτει το φίλτρο.

Mode: Κατάσταση. Μέθοδος ερμηνείας των πληροφοριών χρώματος. Μία εικόνα μπορεί να μετατραπεί σε διαφορετική κατάσταση (για παράδειγμα, από RGB color σε Indexed color). Για ένα εργαλείο ζωγραφικής ή επεξεργασίας μπορεί να επιλεγεί μία κατάσταση ανάμιξης που επηρεάζει τα υποκείμενα pixel.

Moiré: Ανεπιθύμητες διατάξεις pixel με κυματοειδή σχήματα ή γραμμώσεις ψαροκόκαλου που παρατηρούνται στα σκαναρισμένα από τυπωμένες με ράστερ εικόνες (δηλ. από λιθογραφικές αναπαραγωγές) και ενίοτε σε απεικόνιση monitor. Μουαρέ επίσης γίνεται αντιληπτό όταν δεν είναι σωστές οι συμπτώσεις των φιλμ των διαχωρισμών στο μοντάζ.

Moiré: Μουαρέ. Ανεπιθύμητα μοτίβα που προκαλούνται από τη χρήση ακατάλληλων ράστερ ή όταν το μοτίβο μίας εικόνας συγκρούεται με τα σωστά μοτίβα ράστερ.

Moiré: Πρόκειται για ένα ενοχλητικό φαινόμενο που εκδηλώνεται με έντονο ράστερ σε εικόνες που έχουν ψηφιοποιηθεί από χαρτί.

MPEG: Motion Picture Expert Group. Είδος συμπίεσης για video, audio και animation.

MTF: Modulation Transfer Function. Είδος μέτρησης που αφορά τις συνδυασμένες επιδόσεις φακού και αισθητήρα. Πραγματοποιείται φωτογραφίζοντας αλλεπάλληλες μαύρες γραμμώσεις που εναλλάσσονται με ίσου πάχους λευκά κενά διαστήματα. Όσο πιο λεπτές γίνονται τόσο περισσότερο υπόκεινται σε φαινόμενα θόλωσης ώστε από ένα σημείο και μετά να μην είναι αντιληπτή η διαφορά της γραμμής / λευκού διαστήματος. Η επίδοση MTF είναι ο αριθμός των ζευγών ανά χιλιοστό (lines/mm) που είναι εμφανείς όταν το κοντράστ μειώνεται κατ' ορισμένο ποσοστό.

Objectoriented: Αντικειμενοστραφής. Γνωστή και ως διανυσματική. Μέθοδος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή και την επεξεργασία αρχείων υπολογιστών. Τα αντικειμενοστρεφή γραφικά και το κείμενο PostScript ορίζονται με μαθηματικά και γεωμετρία. Τα ψηφιογραφικά (bitmap), όπως οι εικόνες του Photoshop, ορίζονται από pixel σε ένα ορθογώνιο πλέγμα.

OCR: Optical Character Recognition. Ένα πρόγραμμα OCR διαβάζει τις πληροφορίες που υπάρχουν σε μια σελίδα που σαρώνεται από ένα scanner, ξεχωρίζει τις γραμματοσειρές από τις περιττές πληροφορίες, και μετατρέπει το κείμενο του προτύπου σε κείμενο που μπορεί να επεξεργαστεί σ' ένα κειμενογράφο, μια βάση δεδομένων ή ένα spreadsheet.

OCR: Optical Character Recognition. Οπτική αναγνώριση χαρακτήρων. Μέθοδος αναγνώρισης κειμένου με ανάλυση των επιμέρους χαρακτήρων ως σχημάτων που συσχετίζονται με συγκεκριμένα αλφαριθμητικά δεδομένα. Προηγείται η σάρωση του κειμένου σε γραμμικό αρχείο.

Opacity: Αδιαφάνεια. Η πυκνότητα ενός χρώματος ή τόνου, που κυμαίνεται από διαφανής μέχρι αδιαφανής. Στο Photoshop, μπορείτε να επιλέξετε την αδιαφάνεια ενός εργαλείου ζωγραφικής ή μίας στρώσης.

Optical Density: (Οπτική πυκνότητα).Η οπτική πυκνότητα αναφέρεται στο εύρος της έκθεσης στο film που ο σαρωτής μπορεί να σαρώσει. Η τυπική οπτική πυκνότητα του film αρχίζει από το 0.0 D και φθάνει το υποτιθέμενο όριο των 4.0 D, οπότε όσο ο σαρωτής πλησιάσει αυτό τον αριθμό τόσο πιο λεπτομερής και ποιοτική θα είναι η εικόνα που θα δώσει, εφόσον η εικόνα στο film είναι εκτεθειμένη σωστά με τυπικά επίπεδα πυκνότητας. Τα περισσότερα καλά scanner έρχονται με 3.0 D έως 3.6 D οπτική πυκνότητα. Η οπτική πυκνότητα είναι ιδιαίτερα σημαντική στις πυκνές περιοχές του film, όπου τα scanner με 3,6 D βλέπουν περισσότερες τονικές διαβαθμίσεις από ότι των συσκευών των 3.0 D. Αυτό θα επιτρέψει την αναγνώριση στις διαφορές του Hue, Luminance, και Saturation.

Optical resolution: Ανάλυση οπτική: Ο αριθμός των σημείων της εικόνας που μπορεί ουσιαστικά να διαβάσει ο scanner - γνωστή και με την ονομασία φυσική ανάλυση.

Optical resolution: Οπτική ανάλυση. Η πραγματική ανάλυση του αισθητήρα CCD ενός scanner ή ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής χωρίς τεχνητή επαύξηση μέσω software.

Optical resolution: (Οπτική ανάλυση) Άλλος όρος (ή καλύτερα διαφημιστικός όρος...), που θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί είναι η μέγιστη ανάλυση. Το μόνο που θα πρέπει να ενδιαφέρει είναι η οπτική ανάλυση και όχι η μέγιστη. Η οπτική ανάλυση αναφέρεται στον "πραγματικό" αριθμό ανάλυσης του scanner, ενώ η μέγιστη είναι μια εντελώς ασήμαντη διαφημιστική παραπλάνηση βασισμένη στη μέθοδο "πολλαπλασιασμού" του Interpolation. Αυτή η αύξηση της ανάλυσης γίνεται με προγραμματιστικά τεχνάσματα, προσθέτοντας pixels από το πουθενά, με βάση τα υπάρχοντα pixels. Η οπτική ανάλυση είναι ο αριθμός των αισθητήρων που υπάρχουν για κάθε ίντσα (ppi - pixels per inch), καθορίζοντας έτσι το ανώτατο όριο της πραγματικής ανάλυσης της εικόνας εισόδου. Οπότε ο αριθμός των αισθητήρων ταυτίζεται με τον αριθμό των εικονοστοιχείων ανάλυσης σε μια εικόνα, συμπεραίνοντας ότι όσοι περισσότεροι αισθητήρες υπάρχουν σε ένα CCD, τόση μεγαλύτερη ευκρίνεια θα έχει η ψηφιακή εικόνα. Για παράδειγμα ένα scanner που διαφημίζεται ότι έχει την ασυμετρική οπτική ανάλυση των 1200x2400 dpi μπορεί να σημαίνει δυο πράματα. Πρώτον ότι το CCD είναι χτισμένο με εικονοστοιχεία τύπου παραλληλόγραμμου, κάτι πολύ απίθανο, ή δεύτερον (η πιο πιθανή εξήγηση) ότι το CCD έχει 1200 εικονοστοιχεία ανά ίντσα (ppi) που κάνει 2400 διαδρομές κατά το σκανάρισμα.

Oversample: Μεγαλώνει το μέγεθος του αρχείου με τεχνικές interpolation σε βάρος της ποιότητας.

Path: Διαδρομή. Ένα σχήμα που αποτελείται από ευθύγραμμα ή και καμπύλα τμήματα συνδεδεμένα με σημεία αγκύρωσης.

PCMCIA: Στάνταρ για κάρτες επέκτασης φορητών υπολογιστών που οφείλεται σε προδιαγραφές της Personal Computer Memory Card International Association. Αφορά κάρτες μνήμης, δικτύου, fax/modem, σκληρούς δίσκους κλπ.

PICT: Μορφή αρχείου του Macintosh που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση και την αποθήκευση εικόνων. Να αποθηκεύετε τις εικόνες του Photoshop σε αρχείο PICT όταν θέλετε να τις ανοίξετε σε ένα πρόγραμμα βίντεο ή κινούμενων εικόνων, όχι όμως όταν θέλετε να κάνετε διαχωρισμό χρωμάτων.

PICT: Φορμά ψηφιακών εικόνων στην πλατφόρμα Macintosh.

Piezoelectric: Το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο (η διαφορά τάσης σε ένα κρύσταλλο λόγω άσκησης πίεσης) αξιοποιείται σε μερικές φωτογραφικές μηχανές για την ακριβή τοποθέτηση των διατάξεων αισθητήρων CCD.

Pixel: Εικονοστοιχείο. Μία από τις μεμονωμένες κουκκίδες που χρησιμοποιούνται για την εμφάνιση μίας εικόνας στην οθόνη ενός υπολογιστή.

Pixel: Εικονοστοιχείο. Το ελάχιστο “μόριο” στην ψηφιακή εικόνα. Κάθε αρχείο ψηφιοποιημένης εικόνας αποτελείται από γειτονικά pixel σαν μωσαϊκό, που όταν τα παρατηρούμε από ορισμένη απόσταση δίνουν την εντύπωση του ενοποιημένου ειδώλου.

Pixel: Το στοιχειώδες σημείο από το οποίο αποτελείται μια εικόνα.

Plug-in module: Συνδεόμενη υπομονάδα ή πρόσθετο. Λογισμικό ανεξάρτητων κατασκευαστών που τοποθετείται στο φάκελο Plug-ins του Photoshop ώστε να προσπελάζεται από τα μενού του Photoshop. Μπορεί, επίσης, να συνοδεύει το Photoshop και να χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση των λειτουργιών εισαγωγής, εξαγωγής, μετατροπής αρχείων και άλλες λειτουργίες.

Plug-in: Υποπρόγραμμα που ενσωματώνεται προαιρετικά σε προγράμματα ανοικτής αρχιτεκτονικής όπως το Photoshop. Τα plug-ins του Photoshop έχουν δημιουργήσει de facto στάνταρ. Παραδείγματα: Kai Power Tools, Alien Skin, Andromeda, After Effects, Eye Candy κλπ.

Point: Στιγμή. Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται για την περιγραφή του μεγέθους κειμένων (μετράται από άνω πατούρα σε κάτω πατούρα), του διάστιχου (μετριέται από γραμμή βάσης σε γραμμή βάσης), και του πλάτους γραμμών.

Posterize: Ποστεροποίηση ή Μείωση χρωμάτων. Δημιουργία ειδικού εφέ σε μία εικόνα, με τη μείωση του αριθμού των διαβαθμίσεων του γκρίζου ή των χρωμάτων σε συγκεκριμένη - συνήθως χαμηλή - τιμή.

PostScript: Η γλώσσα περιγραφής σελίδων που δημιουργήθηκε και παρέχεται από την Adobe Systems Inc. για την εμφάνιση και την εκτύπωση γραμματοσειρών και εικόνων.

PPI: (Pixel Per Inch - pixel ανά ίντσα). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ανάλυσης μίας ψηφιογραφικής εικόνας.

Prescan: Η διαδικασία προεπισκόπησης της σάρωσης ενός προτύπου, στην οποία καθορίζεται και το κομμάτι του προτύπου που πρόκειται να σαρωθεί.

Process color: Χρώμα Διαχωρισμών. Μελάνια που χρησιμοποιούνται για την εκτύπωση από τέσσερις διαφορετικούς "τσίγκους", έναν για καθένα από τα χρώματα Κυανό (C), Ματζέντα (Μ), Κίτρινο (Υ), και Μαύρο (Β). Συνδυασμένα, τα μελάνια αυτά δημιουργούν την ψευδαίσθηση μίας ευρείας γκάμας χρωμάτων.

Quick Mask: Γρήγορη μάσκα. Στο Photoshop, κατάσταση οθόνης όπου μία ημιδιαφανής έγχρωμη μάσκα καλύπτει επιλεγμένες ή μη επιλεγμένες περιοχές μίας εικόνας. Τα εργαλεία ζωγραφικής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την τροποποίηση μίας γρήγορης μάσκας.

RAM: (Random Access Memory - Μνήμη Τυχαίας Προσπέλασης). Η μνήμη συστήματος ενός υπολογιστή που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση μίας εφαρμογής, την επεξεργασία πληροφοριών, και για προσωρινή αποθήκευση.

RAM: Random Access Memory. Μνήμη τυχαίας προσπέλασης. Ολοκληρωμένα κυκλώματα IC με δυνατότητα προσωρινής καταχώρησης δεδομένων που χάνονται όταν διακοπεί η παροχή τάσης. Οι σύγχρονες μνήμες βγαίνουν σε διάφορους τύπους και ταχύτητες. Πιο δημοφιλείς αυτή τη στιγμή είναι οι διαμορφώσεις μνήμης SDRAM σε αρθρώματα DIMM 168 επαφών. Μνήμη RAM διαφορετικού τύπου χρησιμοποιούν οι κάρτες οθόνης.

Raster: Υποδηλώνει την κουκκίδα των διαχωρισμών τετραχρωμίας, δηλ. το μικρότερο ίχνος που μπορεί να καταστραφεί σε μια διαχωρισμένη λιθογραφική εικόνα.

Rasterize: Ραστεροποίηση. Η μετατροπή μίας αντικειμενοστρεφούς εικόνας σε ψηφιογραφική, όπως όταν ένα γραφικό του Adobe Illustrator εισάγεται στο Photoshop. Κατά την εκτύπωση, όλα τα αρχεία υπολογιστών ραστεροποιούνται.

Resample: Αναδειγματοληψία. Τροποποίηση της ανάλυσης μίας εικόνας με ταυτόχρονη διατήρηση του πλήθους των pixel. Εισάγει ή αφαιρεί πληροφορίες με βάση την αρχή της δειγματοληψίας με ειδικούς αλγορίθμους που προσδιορίζουν τη θέση, το χρώμα και τους τόνους των νέων pixel βάσει των πλησιέστερων αρχικών pixel ή βγάζει το όρο από ομάδες pixel. Έτσι επιδρά λίγο – πολύ αρνητικά και θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον όταν είναι απόλυτη ανάγκη.

Resampling: Επαναδειγματοληψία. Αύξηση ή μείωση του αριθμού των pixel μιας ψηφιοποιημένης εικόνας. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να μεγαλώσουμε ή να μικρύνουμε το μέγεθος μιας εικόνας (βλ. Μενού Image Size). Γίνεται με ειδικούς αλγόριθμους που συγκρίνουν τις ομοιότητες ή διαφορές γειτονικών pixel.

Resize: διατηρεί ακέραιη την πληροφορία του σκαναρίσματος και αλλάζει την ανάλυση και τις διαστάσεις, δηλ. κρατάει τα ίδια pixels και τα βάζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χώρο. Έτσι δεν επηρεάζεται καθόλου η ποιότητα παρά μόνον η υποκειμενική αίσθηση της ευκρίνειας.

Resolution: Ανάλυση. Εκφράζεται σε pixel π.χ. 150ppi σημαίνει 150 εικονοστοιχεία ανά ίντσα. Όσο αυξάνεται ο αριθμός τόσο περισσότερες λεπτομέρειες μπορεί να αποδώσει η συσκευή.

Resolution: Ανάλυση. Η ακρίβεια των λεπτομερειών μίας ψηφιοποιημένης εικόνας (μετράται σε pixel ανά ίντσα), ενός μόνιτορ (σε pixel ανά ίντσα - συνήθως 72 ppi), ενός εκτυπωτή (σε κουκκίδες ανά ίντσα), ή ενός ράστερ οθόνης (σε γραμμές ανά ίντσα).

RGB χρωματικός χώρος: Τα τρία βασικά χρώματα, δηλαδή το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε. Αν συνδυαστούν σε ίσες ποσότητες, θα παραχθεί άσπρο χρώμα.

RGB: Από τα αρχικά Red Green Blue. Εκφράζει το προσθετικό χρωματικό μοντέλο όπου το λευκό προκύπτει από συνδυασμό ίσων ποσοτήτων από τα τρία συγκεκριμένα βασικά χρώματα. Ανάμειξη αυτών των τριών χρωμάτων μπορεί να δώσει όλες τις ενδιάμεσες χροιές στην παλέτα των φυσικών χρωμάτων (έχει βρεθεί ότι μπορεί να είναι μέχρι 16,7 εκ. χροιές). Το σύστημα RGB χρησιμοποιείται στα μόνιτορ. Οι εκτυπωτές αντίθετα εργάζονται στο αφαιρετικό σύστημα CMYK.

RGB: Χρώμα που παράγεται από προβαλλόμενο φως. Όταν συνδυάζεται καθαρό Κόκκινο, Πράσινο, και Μπλε φως (τα προσθετικά πρωτεύοντα), όπως σε ένα μόνιτορ υπολογιστή, παράγεται άσπρο. Στο Photoshop, RGB color είναι μία κατάσταση εικόνας τριών καναλιών.

RIP: Raster Image Processor. Ιδικό ισχυρό computer ή πρόγραμμα που αναλαμβάνει τη μετατροπή διανυσματικών αρχείων χαμηλότερης ανάλυσης σε υψηλής ανάλυσης αρχεία με κουκκίδες. Τα συναντάμε σε γιγαντοεκτυπωτές inkjet (Large Format Printers) και σε εικονοθέτες (Imagesetters) που παράγουν φιλμ διαχωρισμών

RISC: Reduced Instruction Set Computer. Είδος επεξεργαστή που έχει περιορισμένο σετ εντολών και επιτυγχάνει πολύ γρήγορους χρόνους εκτέλεσης των κύκλων. Τέτοιοι επεξεργαστές είναι της Motorola που χρησιμοποιούνται στα Mac.

ROM: Read Only Memory. Μνήμη μόνο ανάγνωσης. Είδος ολοκληρωμένου κυκλώματος με μόνιμα δεδομένα (που δεν αλλάζουν) ούτε χάνονται με το κλείσιμο της συσκευής. Τέτοια chip χρησιμοποιεί το BIOS. Παραλλαγή αποτελούν οι μνήμες EPROM που μπορούν να προγραμματιστούν σε ειδική συσκευή εγγραφής.

Saturation: Κορεσμός. Η καθαρότητα ενός χρώματος. Όσο περισσότερο γκρίζο περιέχει ένα χρώμα, τόσο μικρότερος είναι ο κορεσμός του.

Scan: Σάρωση. Ψηφιοποίηση μίας διαφάνειας, εικόνας, ή άλλου σχεδίου με τη βοήθεια scanner και λογισμικού σάρωσης, ώστε να μπορεί να εμφανιστεί, να υποστεί επεξεργασία, και να αποτελέσει έξοδο από υπολογιστή.

Scratch disk: Πρόχειρος δίσκος ή Μνήμη εγγραφής. (Λέγεται επίσης εικονική μνήμη – virtual memory). Χώρος αποθήκευσης που προορίζεται ως χώρος εργασίας για λειτουργίες επεξεργασίας και για προσωρινή αποθήκευση τμήματος μίας εικόνας και μίας εφεδρικής έκδοσης μίας εικόνας, όταν δεν υπάρχει αρκετή RAM γι' αυτές τις λειτουργίες.

Screen angle: Στους διαχωρισμούς τετραχρωμίας λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι κουκκίδες σε κάθε χρώμα να είναι σε διαφορετική γωνία. Συνήθως το μαύρο είναι στις 45°, το κίτρινο στο 0° και τα άλλα δύο χρώματα στις 15° και 75°.

Screen angles: Γωνίες οθόνης. Γωνίες που χρησιμοποιούνται για την τοποθέτηση μεσοτονικών οθονών (halftone screen) κατά την παραγωγή φιλμ, με σκοπό την ελαχιστοποίηση ανεπιθύμητων μοτίβων κουκκίδων (moiré).

Screen frequency: Σε μια ραστεροποιημένη εικόνα, είναι ο αριθμός των γραμμών ανά ίντσα. Αποτελείται από κουκκίδες. Η εκτύπωση των περιοδικών ιλουστρασιόν γίνεται στα 150-200ppi.

Screen frequency: Συχνότητα οθόνης. Η ανάλυση (πυκνότητα κουκκίδων) μίας μεσοτονικής οθόνης, που μετριέται σε γραμμές ανά ίντσα.

SCSI: Small Computer System Interface. Πρωτόκολλο επικοινωνίας που εργάζεται ανεξάρτητα από τον επεξεργαστή και απορροφά ελάχιστους πόρους συστήματος. Χρησιμεύει για την διασύνδεση ως 7 (ή 14 στο Wide SCSI) περιφερειακών σε τοπολογία bus, με τερματική αντίσταση στα άκρα. Οι συσκευές μπορεί να είναι εσωτερικές ή εξωτερικές (scanner, σκληροί δίσκοι, backup, άλλα αποθηκευτικά μέσα π.χ. Zip, Jaz, MO disks, ορισμένοι βαρείς εκτυπωτές κλπ.).

Selection: Επιλογή. Περιοχή μίας εικόνας που απομονώνεται ώστε να μπορεί να τροποποιηθεί ενώ η υπόλοιπη εικόνα προστατεύεται. Η παλλόμενη κορνίζα της επιλογής προσδιορίζει τα όρια της και μπορεί να μετακινηθεί ανεξάρτητα από τα περιεχόμενα pixel της.

Sharpen: Όξυνση. Λειτουργία τονισμού των περιγραμμάτων που αποβλέπει να δοθεί η αίσθηση της μεγαλύτερης ευκρίνειας στις λεπτομέρειες.

Signal to Noise. Λόγος σήματος προς θόρυβο. Εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στην πραγματική πληροφορία και το παρασιτικό χρώμα. Οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη σχεδίαση του αναλογικοψηφιακού μετατροπέα (RAM DAC)

Slot: Υποδοχή για κάρτες επέκτασης. Έχει διαφορετική μορφή στους επιτραπέζιους και φορητούς υπολογιστές (notebook). Στους πρώτους υπάρχουν διάφορες τυποποιήσεις για slot, που ακούν στα ονόματα ISA, PCI, AGP κλπ. Στα notebook υπάρχουν μόνο τα slots PCMCIA 2 και 3 που δέχονται αντίστοιχες κάρτες. Οι κάρτες επέκτασης κάνουν όλες τις εργασίες ανάλογα με τον τύπο τους, μπορεί να αφορούν δίκτυο Ethernet, ήχο, SCSI controller, modem κλπ.

Spot color: Πλακάτο ή Ατόφιο χρώμα. Ένα έτοιμο αναμιγμένο χρώμα που χρησιμοποιείται στις εκτυπώσεις. Για την εκτύπωση κάθε πλακάτου χρώματος χρησιμοποιείται ξεχωριστός "τσίγκος". Το Pantone είναι ένα συνηθισμένο σύστημα ταύτισης πλακάτων χρωμάτων (δείτε Process color). Κάθε κανάλι ατόφιου χρώματος περιέχει πληροφορίες μόνο για το συγκεκριμένο πλακάτο χρώμα.

S-RAM: Static RAM. Στατική RAM. Το πιο ακριβό είδος RAM που χρησιμοποιείται ως μνήμη cache σε επεξεργαστές και παλιότερα σε motherboard ως cache β΄ επιπέδου.

Supersampling: Υπερδειγματοληψία. Καταγραφή περισσότερων βαθμίδων τονικότητας από την απαιτούμενη για την ρεαλιστική αναπαραγωγή μιας εικόνας. Τα παραπάνω δεδομένα χρησιμοποιούνται για την μείωση του ηλεκτρομαγνητικού και παρασιτικού θορύβου ή την εξαγωγή περισσότερων λεπτομερειών στα σκιερά σημεία.

SWOP: Προδιαγραφή για τα μελάνια αναπαραγωγής που οφείλεται στην ένωση GATF και περιγράφει πως αναπαράγονται τα χρώματα σε αδιαφανές χαρτί. Υπάρχουν ξεχωριστά στάνταρ SWOP ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο στην τυπογραφία είδος χαρτιού ή μελανιού. Στην Ευρώπη αντί για το SWOP υιοθετείται πλατιά η προδιαγραφή Eurostandard.

TFT σκόπευτρο: Thin-Film-Transistor. Τεχνολογία έγχρωμης οθόνης που αναφέρεται και ως active matrix (ενεργού μήτρας). Σε πολλές ψηφιακές compact αντί για το κλασσικό οπτικό σκόπευτρο ενσωματώνεται μία οθόνη υγρών κρυστάλλων TFT. Η απεικόνιση μπορεί να είναι χαμηλής ανάλυσης, αντιστοιχεί όμως με ακρίβεια στο τελικό κάδρο. Δίνει την δυνατότητα αναπαραγωγής των αποθηκευμένων στην μνήμη λήψεων.

Thermal transfer: Μέθοδος φωτορεαλιστικής εκτύπωσης – αναφέρεται και ως θερμικός κηρός. Χρησιμοποιούνται μικροθερμικά στοιχεία που προκαλούν με θερμότητα την τήξη ειδικών χρωστικών με βάση το κερί. Οι χρωστικές μεταφέρονται επαφικά σε ειδικό χαρτί ή διαφάνεια. Διαφέρει από την εκτυπώσουμε θερμική εξάχνωση χρωστικών διότι εδώ οι χρωστικές δεν διαχέονται σε ένα νέφος και έτσι μοιάζει με ραστεροποιημένη εκτύπωση.

TIFF: Tag Image File Format. Το πιο δημοφιλές και διαδεδομένο φορμά ψηφιοποίησης αρχείων εικόνας. Υποστηρίζεται από όλα σχεδόν τα προγράμματα επεξεργασίας εικόνας αποτελώντας de facto στάνταρ.

TIFF: Tagged Image File Format). Συνηθισμένη μορφή αρχείου που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιογραφικών εικόνων, όπως οι σαρώσεις. Οι εικόνες TIFF μπορούν να διαχωριστούν χρωματικά και μπορεί να περιέχει προφίλ διαχείρισης χρωμάτων.

Tolerance: Ανοχή. Η περιοχή pixel μέσα στην οποία λειτουργεί ένα εργαλείο. Για παράδειγμα, η περιοχή διαβαθμίσεων του γκρίζου ή των χρωμάτων που επιλέγει το Μαγικό Ραβδί και γεμίζει ο Κουβάς Χρώματος.

Tone curve: Τονικές καμπύλες. Αναφέρονται και ως καμπύλες gamma. Ενσωματώνονται στα περισσότερα σοβαρά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας, χρησιμεύοντας στην εύκολη διόρθωση της τονικότητας είτε σε επίπεδο τριχρωμίας RGB και τετραχρωμίας CMYK ή σε επιμέρους χρώματα.

Trap: Συναρμογή ή Παγίδευση. Η επικάλυψη γειτονικών χρωμάτων με σκοπό την παρεμπόδιση ανεπιθύμητων κενών που προκύπτουν από κακή σύμπτωση των φιλμ των διαχωρισμών.

Trapping: Ρυθμίσεις στα αλλεπάλληλα φιλμ των διαχωρισμών CMYK με σκοπό την αποφυγή χρωματικών εκτροπών κατά την τυπογραφική αναπαραγωγή. Τα ανεπιθύμητα φαινόμενα trapping παρατηρούνται διότι το μελάνι δεν απορροφάται ομοιόμορφα από το χαρτί καθώς τυπώνονται το ένα μετά το άλλο τα μελάνια.

TWAIN: Toolkit Without An Important Name. Πρωτόκολλο που επινοήθηκε με σκοπό την επικοινωνία και τον έλεγχο περιφερειακών όπως scanner, φωτογραφικές μηχανές κλπ. κατευθείαν από μια εφαρμογή. Έτσι μπορούμε να εισάγουμε εικόνες στα DTP και Digital Imaging προγράμματα χωρίς να χρειαζόμαστε βοηθητικά προγράμματα. Μ' αυτό το πρωτόκολλο μας δίνεται η δυνατότητα να μην χρειάζεται να ανοιχθεί πρώτα το αρχείο πριν έλθει η εικόνα μέσα στο πρόγραμμα.

TWAIN: Η θύρα σύνδεσης που φροντίζει για τη συμβατότητα μεταξύ του software και του hardware μιας συσκευής scanner.

UCR: Under Color Removal. Αφαίρεση χρώματος. Σύστημα εξισορρόπησης των αναπαραγόμενων εικόνων τετραχρωμίας CMYK όπου με σκοπό να μην μπουκώσουν τα σκούρα αφαιρούνται μεταβλητά ποσοστά των τριών χρωμάτων Cyan, Magenta, Yellow αν το ποσοστό του μαύρου αρκεί.

Unsharp mask: Εξομαλύνει την εικόνα από moire.

Unsharp Mask: Φίλτρο τεχνητής επαύξησης της οξύτητας που αυξάνει την υποκειμενική αίσθηση της καθαρότητας της εικόνας τονίζοντας τα περιγράμματα

White balance: Ισορροπία του λευκού. Αναφέρεται στην δυνατότητα επεμβάσεων στις επιμέρους συνιστώσες μιας ψηφιακής βιντεοκάμερας, φωτογραφικής μηχανής ή μόνιτορ. Μέσω λεπτών διορθώσεων στα επιμέρους χρώματα μπορούμε να βελτιώσουμε τις αποκλίσεις από το ιδανικό λευκό φέρνοντάς το στον επιθυμητό ουδέτερο τόνο, χωρίς νόθες χροιές. Εκτός από την αυτόματη ισορροπία του λευκού, πολλά μοντέλα διαθέτουν και χειροκίνητες ρυθμίσεις.

Worm: Από τα αρχικά των λέξεων write once read many. Υποδηλώνει τα εγγράψιμα CD που είναι δυνατόν να γραφτούν μια φορά, μπορούν όμως να δεχτούν άπειρες προσπελάσεις.

WYSIWYG: Από τα αρχικά των λέξεων What You See Is What You Get, δηλαδή ό,τι βλέπετε, παίρνετε. Υποδηλώνει την άνεση των προγραμμάτων GUI (Graphics User Interface) να προσφέρουν ρεαλιστική απεικόνιση για γραμματοσειρές, εικόνες, κλπ. Πολύ χρήσιμο στο DTP.

 

Photography ΄d Cinema Club of Karditsa (LEFKK)
Omirou 2, GR-431 00 KARDITSA, GREECE
tel.: +30 2441026587, 6973438137
url: www.lefkk.gr ............ e-mail: lefkkgr@gmail.com
 

The assiduity and maintainance site are work of member of club Nikos Maidonis