ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΝΕΑ και τεχνικές συμβουλές

 

Μυστικά για το σκανάρισμα

του Π. Καλδή

Πολλά γράφονται για την επεξεργασία εικόνας, για τρικ και τεχνικές, όμως το στάδιο του σκαναρίσματος παραμένει συνήθως στην αφάνεια. Μιλάμε λίγο για τα scanner και μετά τίποτε. Και όμως, αν καταφέρουμε να επιτύχουμε καλή ποιότητα εξ αρχής διευκολύνουμε πολύ την διαδικασία και μειώνουμε τον απαιτούμενο χρόνο επεξεργασίας.

H ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΑΡΩΣΗΣ

Η "ελαφρά τη καρδία" προσέγγιση σίγουρα δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην διαδικασία του σκαναρίσματος. Εδώ ισχύει το αγγλικό ρητό "garbage in garbage out" δηλ. σε ελεύθερη απόδοση "τα σκουπίδια παράγουν σκουπίδια". Αυτό δίνει το μέτρο της κρισιμότητας των πραγμάτων. Αν δεν έχουμε καλή ποιότητα στην είσοδο είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί η κατάσταση με τη βοήθεια του προγράμματος επεξεργασίας εικόνας. Η βασικότερη παράμετρος της ποιότητας είναι η ανάλυση. Και μάλιστα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οποιαδήποτε εκ των υστέρων αυξομείωση της ανάλυσης, συνεπάγεται απώλειες όχι μόνο στην ευκρίνεια αλλά και στο κοντράστ, τη χρωματική πιστότητα και την τονικότητα.

Για να καθορίσουμε την καλύτερη ποιότητα σάρωσης πρέπει να γνωρίζουμε τα εξής στοιχεία:

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

α. Οπτική ανάλυση οπωσδήποτε. Το βασικό είναι να επιλέξουμε μια σάρωση στα πλαίσια της οπτικής ανάλυσης του αισθητήρα. Η επηυξημένη ανάλυση μέσω αλγορίθμου για την προσθήκη περισσότερων στοιχείων δεν έχει ποτέ την ίδια ποιότητα με την πραγματική οπτική ανάλυση που εκφράζει την κατασκευή του αισθητήρα (δηλ. ότι ο sensor αποτελείται από ευθύγραμμη διάταξη Χ αριθμού στοιχείων CCD). Για παράδειγμα όταν oρισμένο scanner διαφημίζει μέγιστη αναλυτικότητα 2400ppi, η προσεκτική μελέτη του προσπέκτους καταμαρτυρά πραγματική (δηλ. oπτική) ανάλυση 600ppi. Αν δούμε διαφορετική οριζόντια και κάθετη ανάλυση π.χ. 1000x2000dpi αυτό σημαίνει ότι το βαθμωτό μοτέρ που κινεί το άρθρωμα CCD διαθέτει μεγάλου βαθμού ακρίβεια κινούμενο σε διαβαθμίσεις ως 1/2000 της ίντσας. Στην περίπτωση αυτή ως μέτρο της οπτικής ανάλυσης θα θεωρηθεί το πρώτο νούμερο, δηλ. τα 1000dpi.

β. Aκέραιες αναλύσεις. Οι ειδικοί προτείνουν να σκανάρουμε σε αναλύσεις που διαιρούνται ακριβώς με την μέγιστη δυνατότητα του scanner. Αν για παράδειγμα είναι 600ppi, συνιστώνται αναλύσεις 300, 150, 75ppi κ.ο.κ. Σε περίπτωση που χρησιμοποιηθούν άλλες ενδιάμεσες αναλύσεις, τότε το πρόγραμμα σκαναρίσματος προσπαθεί να αφαιρέσει ή να προσθέσει pixel βάσει αλγορίθμων και ακολοθεί μια διαδικασία εξαγωγής "μέσου όρου" που αποτελεί συμβιβασμό στην τονικότητα.

Τί πρέπει να ισχύσει όμως όταν δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για την μεγέθυνση του τελικού και συνεπώς για την ανάλυση σκαναρίσματος; Τότε πρέπει να σκανάρουμε σε μέγεθος αρχείου σε γενικές γραμμές μεγαλύτερο του αναμενομένου και αν χρειαστεί να μειώσουμε το μέγεθος αρχείου με την τεχνική της υποδειγματοληψίας (downsampling) από το μενού (π.χ. μέσω του μενού Image Size του Photoshop).

γ. Προσαρμογή στο είδος της εξόδου. Συνήθως ισχύει σαν θρησκευτικό σύμβολο ο κανόνας βάσει του οποίου η ανάλυση σκαναρίσματος προκύπτει ως το γινόμενο ράστερ εκτύπωσης x συντελεστής μεγέθυνσης x συντελεστής ποιότητας 1,5 ως 2. Για παράδειγμα αν τυπώνουμε στα 150ppi και μεγεθύνουμε το slide 6x6 τέσσερις φορές (δηλ. τελική εικόνα 24x24cm) με παραδοχή συντελεστή ποιότητας 2 το σκανάρισμα πρέπει να γίνει στα 1200dpi οπτική ανάλυση που σημαίνει πολύ καλό CCD ή drum scanner.

Όμως ο συντελεστής ποιότητας αφορά μόνο ραστεροποιημένη εκτύπωση (σε ιnkjet, οffset μηχανές κλπ.) Αν τυπώνουμε σε εκτυπωτή συνεχούς τόνου dye sublimation ή παράγουμε πρωτότυπα δεύτερης γενιάς σε film recorder, τότε δεν χρειάζεται να υπολογίσουμε συντελεστή. Επίσης τα μηχανήματα αυτής της κατηγορίας διαθέτουν συνήθως αλγορίθμους σε firmware που μπορούν να μεγεθύνουν την εικόνα σε περιθώριο 25-30% χωρίς εμφανή υποβάθμιση ποιότητας.

δ. Τα γραμμικά εξαιρούνται. Τα γραμμικά (γνωστά και ως line art) αξιοποιούνται σε λογότυπα, σχέδια, περιγράμματα κλπ. Εδώ όμως υποχωρεί ο κανόνας που "απαγορεύει" τις μεγάλες αναλύσεις με interpolation πέρα από την οπτική ικανότητα του αισθητήρα του scanner. Στο line art, μπορούμε να σκανάρουμε και στα 1200dpi, ακόμη και αν η πραγματική - οπτική - ικανότητα του μηχανήματος είναι μόνο 300dpi. H προσθήκη pixel με interpolation εδώ εξομαλύνει τις καμπύλες και προσθέτει λεπτομέρεια στις γραμμώσεις γενικά.

 

ΣΚΑΝΑΡΟΝΤΑΣ ΣΕ CMYK

Τα περισσότερα scanner δουλεύουν σε RGB ενώ ως "επαγγελματικό" χαρακτηριστικό θεωρείται η δυνατότητα σπευθείας σάρωσης σε CMYK. H εναλλακτική αυτή λύση προσφέρει πλεονεκτήματα όταν πρόκειται να τυπωθεί σε μηχανή offset αφού γίνουν πρώτα διαχωρισμοί τετραχρωμίας.

Προϋπόθεση για σκανάρισμα απευθείας σε CMYK είναι να γνωρίζουμε το είδος του τυπώματος, τα μελάνια κλπ. και τον τρόπο που επηρεάζουν το ράστερ, την τονική περιοχή, την απόδοση του μαύρου κλπ.

Συμβουλή: Μπορούμε να σκανάρουμε σε CMYK όταν δεν πρόκειται να βγούμε εκτός γκάμας χρωμάτων σε περίπτωση χρωματικων διορθώσεων κλπ. Ευτυχώς, το Photoshop 3.0 έχει προειδοποίηση out of gamut για τις χρωματικές χροιές που δεν μπορούν να αποδοθούν στην τετραχρωμία.

 

ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΒΡΩΜΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Η φυσική κατάσταση των εικόνων που σκανάρουμε - ιδιαίτερα των slides που μεγεθύνονται πολύ - επηρεάζει την τελική ποιότητα. Αποτυπώματα, σκόνη, γρατσουνιές κλπ. γίνονται εμφανή και απαιτούν εκτεταμένες, δύσκολες και χρονοβόρες επεμβάσεις εκ των υστέρων. Τα περισσότερα προβλήματα προέρχονται από ήδη βρώμικα υλικά ενώ ένα μέρος οφείλεται σε κακό χειρισμό ή αμέλεια κατά το στάδιο που τα slides ή οι τυπωμένες φωτογραφίες βρίσκονται στο ατελιέ. Τα scanner πολλαπλασιάζουν τα φυσικά ελαττώματα των εικόνων γι αυτό ο προνοητικός χειριστής φροντίζει για την τάξη και την... καθαριότητα.

Προσοχή στον τρόπο που κρατάμε τα φιλμ.
Προσοχή στον τρόπο που κρατάμε τα φιλμ.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

ΠΡΙΝ: α. Κρατάτε τα slides ή αρνητικά από τις άκρες β. Ποτέ μην αγγίζετε με γυμνά χέρια την εμουλσιόν γ. Προτιμάτε τις αντιστατικές θήκες φιλμ και όχι τις απλές πλαστικές που έλκουν τη σκόνη λόγω αναπτυσσόμενων ηλεκτροστατικών φορτίων. δ. Καθαρίζετε τα φιλμ με ειδικό υγρό. ε. Τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Εμποτίζουν με λιπώδη κατάλοιπα την επιφάνεια του φιλμ και δύσκολα αφαιρούνται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Ακολουθείστε λοιπόν το παράδειγμα των επαγγελματιών και φοράτε τα ειδικά βαμβακερά γάντια που βρίσκετε σε καταστήματα επαγγελματικών φωτογραφικών ειδών.

ΜΕΤΑ: Αν παρά την επιμέλεια του χειριστή το scanner, παρατηρηθούν ατέλειες, τα προγράμματα επεξεργασίας εικόνας υποστηρίζουν την εκ των υστέρων αποκατάσταση. Το Photoshop προσφέρει το ειδικό φίλτρο Dust & Scratches που όμως χρειάζεται προσεκτική παραμετροποίηση εφόσον υπάρχει το ενδεχόμενο υπερβολικού φλουταρίσματος (blur). Tα καλύτερα αποτελέσματα προκύπτουν αν εφαρμοστεί το Dust & Scratches σε μικρά τμήματα της εικόνας ακολουθούμενο από Unsharp Mask. To εργαλείο κλωνισμού (Rubber Stamp) σε έμπειρα χέρια αποδεικνύεται το πιο πρόσφορο μέσο, όμως αφορά σε μεμονωμένα προβλήματα, γρατσουνιές, σωματίδια σκόνης κλπ. Η γενικότερη φθορά ίσως μπορεί να αντιμετωπιστεί και με το Median σε συνδυασμό με Unsharp Mask. Εννοείται ότι την τελική απάντηση δίνει ο πειραματισμός και οι βαθύτερες γνώσεις του χειριστή.

 

ΚΑΛΙΜΠΡΑΡΟΝΤΑΣ

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ψηφιακή εικόνα είναι η ανακολουθία ανάμεσα σ' αυτό που βλέπουμε στην οθόνη και στο τυπωμένο αποτέλεσμα, σε οποιαδήποτε μορφή από inkjet εκτύπωση ως δοκίμιο διαχωρισμών. Πολλοί το θεωρούν ανεξήγητο και απογοητεύονται ενώ θα έπρεπε να ψάξουν τις αιτίες που έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση του gamma στο μόνιτορ, την παραμετροποίηση στο Photoshop (Preferences: Monitor Setup/ Printing Inks Setup) και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των εξόδων.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Ι. Σκανάρετε μια τυποποιημένη γκρι σκάλα και χρωματική κλίμακα (π.χ Αgfa IT8, Kodak) μαζί με την εικόνα. Έτσι θα έχετε σίγουρη αντιστοιχία με reference τη χρωματική κλίμακα, αφού βέβαια είναι σωστά ρυθμισμένο το gamma του μόνιτορ).

ΙΙ. Αγοράστε το FotoΤune v.201 της Αgfa. Είναι το πιο φιλικό από τα συστήματα διαχείρισης χρώματος. Περιέχει μια "μηχανή" δημιουργίας χρώματος που ενεργεί ως μεταφραστής ανάμεσα στη χρωματική γκάμα RGB του μόνιτορ και CMYK του printer. Στην πλήρη έκδοση δημιουργεί ειδικά "προφίλ" για κάθε περιφερειακό. Απλά σκανάρουμε την κάρτα αναφοράς ΙΤ8, την τυπώνουμε στη συσκευή εξόδου και επαναλαμβάνουμε σκανάροντας το αντίτυπο (όχι την πρωτότυπη κάρτα). Το Fototune αναλύει τις διαφορές με βάση εσωτερικές πληροφορίες και δίνει μια καμπύλη διόρθωσης που βασίζεται στις διαφορές.

 

ΠΟΣΗ ΜΝΗΜΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ;

Στο σκανάρισμα ισχύει σε γενικές γραμμές ότι και στην επεξεργασία εικόνας: το μέγεθος μνήμης RAM είναι πιο σημαντικό από την ταχύτητα του επεξεργαστή και του διαύλου. Αν το υποπρόγραμμα σκαναρίσματος δουλεύει σαν plug in του Photoshop (στο Macintosh) ή σαν TWAIN driver στο ίδιο πρόγραμμα σε πλατφόρμα PC, τότε η επιθυμητή μνήμη είναι το τριπλάσιο ως πενταπλάσιο του μεγέθους σκαναρισμένου αρχείου. Για παράδειγμα, με μια εικόνα μεγέθους Α6 (10x15cm) που αντιστοιχεί σε αρχείο 6MB για true color απόδοση στα 300dpi, θα θέλαμε σε ιδανικές συνθήκες 5x6=30MB RAM και πολλαπλάσια μνήμη σε μεγαλύτερα μεγέθη εικόνων. Στα αυτόνομα προγράμματα σκαναρίσματος οι απαιτήσεις μνήμης είναι σαφώς χαμηλότερες.

Αν το σύστημα δεν διαθέτει αρκετή μνήμη καταφεύγει σε ειδική διαχείριση εικονικής μνήμης (virtual memory) όπου χρησιμοποιεί ένα τμήμα του σκληρού δίσκου γι' αυτό το σκοπό. Το τίμημα είναι όμως η χρονική καθυστέρηση (ο δίσκος είναι πολύ αργότερος από τα chips DRAM).

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Αγοράστε όσο το δυνατόν περισσότερη RAM για επεξεργασία εικόνας. Αυτή τη στιγμή οι τιμές είναι στο κατώτατο όριο των τελευταίων χρόνων και η επιτάχυνση που προσφέρει η παραπάνω RAM αξίζει και την τελευταία δραχμή που θα δαπανηθεί.

Aνατομία τυπικού επιτραπέζιου scanner
Aνατομία scanner

Ως φωτεινή πηγή χρησιμοποιείται μια χρωματικά εξισορροπημένη λάμπα (1) που αντανακλά φως από το τυπωμένο (2). Μια διάταξη καθρεπτών (3) κατευθύνει τη φωτεινή δέσμη στο φακό (4) που εστιάζει πάνω στην συστοιχία CCD (5). To CCD έχει μια (5α) ή τρεις σειρές (5β) φωτοευαίσθητων στοιχείων. Μετατρέπει το φως σε ρεύμα χαμηλής τάσης και στη συνέχεια ο αναλογικοψηφιακός μετατροπέας αναλαμβάνει την ψηφιοποίηση των στοιχείων.

 

ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ SCANNER

 

Τρικ, "κολπάκια" και απόρρητα που δεν γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο...

παράδειγμα Moire
Υπερβολικό μεν αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα Moire.

Oλοκληρώνουμε το άρθρο για τις απλές όσο και αποτελεσματικές πρακτικές σκαναρίσματος και επεξεργασίας φωτογραφικών εικόνων. Οι συμβουλές και οι διαπιστώσεις που παραθέτουμε είναι αποστάγματα πείρας γνωστών συναδέλφων που ασχολούνται σε βάθος με το είδος. Αν όσα γράφουμε αξιοποιηθούν, πιστεύουμε ότι μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την παραγωγικότητα και την ποιότητα επεξεργασίας.

Αποφεύγοντας το Moire

Οι προερχόμενες από τυπογραφική αναπαραγωγή εικόνες, σχηματίζονται από κουκίδες σε ορισμένη διάταξη που δίνουν την ψευδαίσθηση συνεχών τόνων. Κατά το σκανάρισμα όμως, ανάλογα με την γωνία των κουκίδων, υπάρχει η πιθανότητα να παρουσιαστούν φαινόμενα moire δηλ. τυχαίες καμπυλωτές γραμμώσεις σε σχήμα ψαροκόκκαλου ή κυμάτων.

Το moire μπορεί να καταστρέψει ακόμη και μια καλοσκαναρισμένη τυπογραφική εικόνα, αφού θεωρείται απαράδεκτο. Η διόρθωση γίνεται συνήθως με τα εργαλεία Despeckle ή Gaussian Blur, που ουσιαστικά εισάγουν ένα βαθμό θολώματος της εικόνας και κατά συνέπεια μείωση της ευκρίνειας.

Ένα διαφορετικό τρικ είναι το σκανάρισμα της εικόνας σε κλίμακα 100% και η σμίκρυνση ως προς τις διαστάσεις μέσω του μενού Image Size. Περιέργως δουλεύει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέσω εξαφάνισης του moire αν γίνει σμίκρυνση τουλάχιστον κατά 25%.

 

Εξισορρόπηση ανάλυσης και ράστερ

Στο προηγούμενο τεύχος αναφερθήκαμε διεξοδικά στη σχέση της ανάλυσης σκαναρίσματος και της εξόδου. Η αναλυτικότητα αυτή αποδίδει την ποσοτική μέτρηση της ευκρίνειας. Όμως υπάρχει και μία άλλη εξίσου σημαντική παράμετρος που εκφράζει την τονικότητα, δηλ. τη διαβάθμιση ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο. Για φωτορεαλιστική απόδοση του α/μ χρειάζονται 256 τόνοι του γκρι και αντίστοιχα για το έγχρωμο 16,7 εκ. χρώματα δηλ. 256 τόνοι για καθένα από τα βασικά χρώματα.

Και καλά, μπορούμε να έχουμε στο σκανάρισμα αρκετή ανάλυση αλλά η υποκειμενική εντύπωση της ευκρίνειας εξαρτάται επίσης από την τονικότητα.

Παρακάτω παραθέτουμε τον τύπο υπολογισμού της τονικότητας βάσει της ανάλυσης του εκτυπωτικού μέσου και του ράστερ (της συχνότητας των κουκίδων):

Αρ. τόνων = (ανάλυση του printer / ράστερ)2 + 1

Τα μαθηματικά που αντιπροσωπεύει ο παραπάνω τύπος γίνονται πολύ κατανοητά αν τυπώσουμε την ίδια εικόνα με διαφορετικό ράστερ. Για παράδειγμα, ένα συνηθισμένο ασπρόμαυρο laser printer 300dpi μπορεί να αποδώσει 33 επίπεδα του γκρι με ράστερ 53lpi [300/53]2+1=33. To πιο σύγχρονο α/μ laser 1200dpi μπορεί να δώσει 178 επίπεδα του γκρι για ράστερ 90lpi. Είναι φανερό ότι αν ανεβάσουμε το ράστερ τότε ο αριθμός των τόνων πέφτει και το αποτέλεσμα είναι μια σκληρή εικόνα με πολύ κοντράστ και λίγη λεπτομέρεια. Τελικά μόνο επαγγελματικοί εικονοθέτες με ανάλυση 2400dpi μπορούν να υλοποιήσουν το πλήρες φάσμα της τονικότητας δίνοντας 256 τόνους [2400/150]2+1=257.

 

Αναθεωρώντας το μέγεθος των bitmap αρχείων

Στην επεξεργασία εικόνας "κυκλοφορούν" πολλές παρανοήσεις και εσφαλμένες πεποιθήσεις. Αρκετοί πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να αλλάζουμε εκ των υστέρων το μέγεθος του αρχείου είτε προς τα επάνω είτε προς τα κάτω, ενώ άλλοι συγχέουν τους όρους Resize & Resample. Το Resize διατηρεί ακέραια την πληροφορία του σκαναρίσματος και αλλάζει απλώς την ανάλυση και τις διαστάσεις. Το Resample εισάγει ή αφαιρεί πληροφορία με βάση την αρχή της δειγματοληψίας και ειδικούς αλγορίθμους που προσδιορίζουν τη θέση, το χρώμα και τους τόνους των νέων pixel βάσει των πλησιέστερων αρχικών pixel ή εξάγοντας μέσο όρο από ομάδες pixel.

Tί ισχύει τελικά; Το Resize δεν επηρεάζει καθόλου την ποιότητα ενώ το Resample επιδρά λίγο πολύ αρνητικά και θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Το downsample που μικραίνει το μέγεθος του αρχείου θεωρητικά επιφέρει κάποια πτώση ποιότητας, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκεί που ο συμβιβασμός αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας είναι το οversample, όπου για την επαύξηση του μεγέθους εφαρμόζονται τεχνικές interpolation.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

 

Προσαρμογή τονικής περιοχής

To Photoshop μέσω του μενού Levels δίνει δυνατότητα για προσαρμογή στην τονική περιοχή, διορθώνοντας ατέλειες της εκφώτισης της αρχικής φωτογραφικής εικόνας. Το μενού Ιmage/Adjust/Levels μας προσφέρει πολλά περιθώρια διόρθωσης, αρκεί να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία του. Ανοίγοντας μια σσπρόμαυρη ή τετράχρωμη (CMYK) ψηφιοποιημένη φωτογραφία, παρατηρούμε ότι η τονική της περιοχή εκπροσωπείται από μια καμπύλη (ιστόγραμμα). Κάθε pixel της φωτογραφίας ανάλογα με την τονικότητα παίρνει μια τιμή από το 0 ως το 255. Τα pixel που αντιστοιχούν σε σκούρα σημεία έχουν χαμηλές τιμές και τα ανοικτόχρωμα μεγάλες. Το ιστόγραμμα εκφράζει την κατανομή των τόνων όπου ο οριζόντιος άξονας x δίνει τις τιμές (πυκνομετρικές ή τονικές διαβαθμίσεις) των 256 επιπέδων του γκρι και ο κατακόρυφος άξονας y την σχετική ποσότητα των pixel κάθε επιπέδου του γκρι στο σύνολο των pixel που απαρτίζουν την εικόνα. Αν ο κύριος όγκος των pixel - και συνεπώς της οπτικής πληροφορίας είναι μετατοπισμένος αριστερά - η εικόνα εμφανίζεται πολύ σκούρα (Low Key). Aντίθετα αν επικρατούν οι ανοικτοί τόνοι τότε το ιστόγραμμα "βαραίνει" δεξιά. Η εικόνα θεωρείται ότι προέρχεται από καλό πρωτότυπο και είναι καλοσκαναρισμένη όταν κυριαρχούν οι τόνοι στο μέσο περίπου του οριζόντιου άξονα. Επιπλέον για κάθε συνιστώσα (κανάλι) ή για το σύνολο το πλαίσιο διαλόγoυ Ιmage/Histogram παρέχει στατιστικές πληροφορίες για τo μέσο όρο φωτεινότητας (Mean), τις αποκλίσεις φωτεινότητας (std deviation), τη μέση τονικότητα (Μedian) και τον αριθμό των Pixel. Mετακινώντας το ποντίκι πάνω στο γράφημα, το σχήμα του κέρσορα αλλάζει: γίνεται σταυρός και δείχνει τιμές Level, Count και Percent.

παράδειγμα Moire
Aν συμπεριλάβουμε μια γκρι κάρτα στο καρέ μας είναι πανεύκολο να ρυθμίσουμε την τονική περιοχή με το σταγονόμετρο μεσαίου τόνου από το Adjust Levels.

Αξιοποιώντας το Levels μπορούμε να ενισχύουμε ή να μειώσουμε την τονικότητα στα φωτεινά (highlight), σκιερά σημεία(shadows) ή στους μεσαίους τόνους(midtones). Επίσης μπορούμε να διορθώσουμε χρωματικές αποκλίσεις (color casts) που προκαλούνται από μη στάνταρ φωτισμούς, κακοφωτισμένα φιλμ κ.λπ. Μετακινώντας το άσπρο τρίγωνο αλλάζουμε τις τιμές highlight και με το μαύρο τα shadows.

Mυστικό 1: Αν μια σκαναρισμένη εικόνα δεν έχει πλήρη τονική περιοχή, μετακινούμε το ολισθαίνον άσπρο ή μαύρο τρίγωνο (ή και τα δύο) μέχρι το σημείο επί του οριζοντίου άξονα από το οποίο αρχίζουν να παρουσιάζονται τόνοι. Τροποποιώντας τις τιμές αυτές, το Photoshop αναδιανέμει τα τονικά χαρακτηριστικά όλων των pixel που αποτελούν την εικόνα. Για παράδειγμα, αν πριν τα highlights άρχιζαν από το 223, μετακινώντας το τρίγωνο ανακατασκευάζουμε την εικόνα και την επόμενη φορά που θα ανοίξουμε τα Levels θα δούμε να έχει πλήρη γκάμα ως το 255.

Μυστικό 2: Εκτός από τα oλισθαίνοντα τρίγωνα, το μενού Levels περιλαμβάνει και άλλα εργαλεία, τα τρία σταγονόμετρα για το λευκό, το γκρι μεσαίου τόνου και το μαύρο. Ορίζοντας άσπρο και μαύρο με δειγματοληψία από κατάλληλα σημεία, επανακαθορίζεται η τονική περιοχή και μια άτονη, ίσως "ξεπλυμμένη" εικόνα αποκτά κοντράστ και χρωματική ταυτότητα.

Μυστικό 3: Οι πεπειραμένοι στην επεξεργασία εικόνα αρκετές φορές βάζουν μια στάνταρ γκρι κάρτα της Kodak σε κάποια άκρη του καρέ. Όταν σκανάρουν την εικόνα, χρησιμοποιούν το μενού Levels και ορίζουν με το μεσαίο σταγονόμετρο δειγματοληψία από την επιφάνεια της γκρι κάρτας. Τότε η τονική περιοχή προσομοιώνει κατά το δυνατόν μια ομαλά φωτισμένη εικόνα με πλήρη γκάμα.

Μυστικό 4: Αν η ρύθμιση των Levels ανταποκρίνεται σε μια σειρά φωτογραφιών με παρόμοιο τονικό χαρακτήρα, μπορούμε να τη σώσουμε κάνοντας κλικ στο "πλήκτρα" Save και να την ανακαλέσουμε στη μνήμη με το Load.

Μυστικό 5: Η ενεργοποίηση των Levels συχνά είναι κουραστική και χρονοβόρα αν πειραματιζόμαστε με διαφορετικές ρυθμίσεις σε πολύ μεγάλα αρχεία. Μια καλή ιδέα είναι να κάνουμε ένα αντίγραφο χαμηλής ανάλυσης με το Ιmage Size & Save As και να εφαρμόσουμε τους πειραμστισμούς σε αυτό. Όταν καταλήξουμε οριστικά, μπορούμε να σώσουμε και να εφαρμόσουμε την καταχωρημένη ρύθμιση από το Load στο αρχείο υψηλής ανάλυσης.

 

CMYK setup

Αν μια φωτογραφία προορίζεται για ένθεση σε πρόγραμμα σελιδοποίησης και διαχωρισμούς τετραχρωμίας, πρέπει να αλλάξει σε CMYK. Κατά τη μετατροπή, λαμβάνονται υπόψη στοιχεία από τα menu Separation Setup και Printing Inks Setup για το χαρτί, τα μελάνια κλπ. Επιλέγοντας xαρτί Εurostandard Coated, UCR και τιμές Βlack Ink Limit=80 και Total Ink Limit =350 έχουμε μια καλή βάση για να αρχίσουμε. Τα GCR και UCR είναι συστήματα με αλγορίθμους για την υφαίρεση μέρους των μελανιών του κυανού, ματζέντα και κίτρινου και την αναπλήρωση με μαύρο ώστε να έχουμε καλύτερη απόδοση στα μαύρα.

Είναι σημαντικό να κατανοήουμε πόσο σημαντική είναι η σωστή ρύθμιση των Preferences προκειμένου να αναπαραχθούν σωστά οι διαχωρισμοί τετραχρωμίας και όλες οι εκτυπώσεις σε CMYK.

 

Και άλλα μυστικά

Batch scanning: Όταν μια δουλειά αποτελείται από αρκετά παρόμοια πρωτότυπα μας συμφέρει να ορίσουμε ένα είδος ομαδοποίησης. Η λειτουργία batch εμπεριέχεται κυρίως σε scanner μεσαίας ή ανώτερης κατηγορίας και επιτρέπει στον χειριστή να συνεχίσει απερίσπαστος σε λοιπές ενασχολήσεις.

Slide options: Έτσι ονομάζονται τα -προαιρετικά- εξαρτήματα σάρωσης slides που προσφέρονται για επίπεδα σκάνερ. Δεν είναι τίποτε παραπάνω από κινητές φωτιστικές πηγές ώστε να φωτίζεται από πίσω η διαφάνεια και να μπορεί να ευαισθητοποιηθεί ο αισθητήρας. Συχνά κοστίζουν όσο το ίδιο το σκάνερ και η αγορά τους θα πρέπει να πραγματοποιείται με προσοχή. Aγοράζετε slide option μόνο σε σκάνερ με ανάλυση 600dpi ή καλύτερη.

SCSI ή παράλληλη σύνδεση για το scanner; Θεωρητικά το πρωτόκολλο Fast SCSI-2 προσφέρει ταχύτητες διαμεταγωγής δεδομένων ως 10ΜΒ/sec. και η απλή παράλληλη ως 400KB. Τα σοβαρά μηχανήματα συνήθως είναι μόνο SCSI ενώ μερικά μοντέλα με διπλό interface αποβλέπουν κυρίως στην ευκολία σύνδεσης. Μόνο παράλληλη σύνδεση διαθέτουν κάποια φθηνά μοντέλα. Προτιμείστε οπωσδήποτε SCSI και σε computer συμβατά ΙΒΜ τοποθετείστε μια καλή κάρτα με ανεγνωρισμένης αποτελεσματικότητας drivers (τα Μacintosh έχουν ενσωματωμένο SCSI από το εργοστάσιο).

Τα καλιμπραρίσματα των scanner δεν διαρκούν για πάντα. Όσο "γερνά" η λάμπα τόσο αλλάζουν τα χαρακτηριστικά της φωτιστικής πηγής. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται κατά διαστήματα να επιβεβαιώνουμε το καλιμπράρισμα και να διορθώνουμε τυχόν αποκλίσεις. Οπωσδήποτε καλιμπράρουμε το μηχάνημα όταν αλλάξουμε λάμπα.

Drivers scanner και Photoshop 3.0. Μερικά παλιότερα Twain drivers από επίπεδα scanner δεν συνεργάζονται καθόλου με το Photoshop 3.0 σε περιβάλλον Windows 3,1x λόγω της 32bit λειτουργίας του προγράμματος. Δοκιμάστε να δηλώσετε το Twain σε Photoshop 2,51 όπου παρατηρείται καλύτερη συμβατότητα. Οϋτως ή άλλως μπορείτε να έχετε ενεργές και τις δύο εκδόσεις του Photoshop αρκεί να τις εγκαταστήσετε σε διαφορετικό directory.